{το}  μικρόβιο Subst.  [mikrovio, mikrobio]

{die}    Subst.
(23)
{der}    Subst.
(9)

Etymologie zu μικρόβιο

μικρόβιο (entlehnt aus) französisch microbe altgriechisch μικρός + βίος


GriechischDeutsch
Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση του νερού ή άλλων υγρών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης και επεξεργασίας, με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, όπως είναι τα μικρόβια, τα φύκη και τα μύδιαProdukte zum Schutz von Wasser und anderen Flüssigkeiten in Kühlund Verfahrenssystemen gegen Befall durch Schadorganismen wie z. B. Mikroben, Algen und Muscheln.

Übersetzung bestätigt

Οι προνύμφες που δεν ανακτώνται θα πρέπει επίσης να καταμετρώνται ως νεκρές (οι προνύμφες που πεθαίνουν στην αρχή της δοκιμής μπορεί να αποικοδομούνται από μικρόβια).Nicht wiedergefundene Larven sollten auch zu den Todesfällen gerechnet werden (Larven, die zu Versuchsbeginn gestorben sind, wurden möglicherweise durch Mikroben zersetzt).

Übersetzung bestätigt

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση του νερού ή άλλων υγρών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης και επεξεργασίας, με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, όπως είναι τα μικρόβια, τα φύκη και τα μύδιαProdukte zum Schutz von Wasser und anderen Flüssigkeiten in Kühlund Verfahrenssystemen gegen Befall durch Schadorganismen wie z. B. Mikroben, Algen und Muscheln.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα μικρόβια έχουν εξελιχθεί και έχουν γίνει ανθεκτικά σε ορισμένα αντιμικροβιακά φάρμακα.Im Laufe der Jahre haben sich die Mikroben jedoch weiterentwickelt und sind gegen einige Antibiotika resistent geworden.

Übersetzung bestätigt

Τα ανθεκτικά μικρόβια ή οι καθοριστικοί παράγοντες αντοχής μπορεί να μεταδίδονται από τα ζώα στον άνθρωπο μέσω της τροφικής αλυσίδας ή με την άμεση επαφή.Resistente Mikroben oder Resistenzauslöser können über die Lebensmittelkette oder durch direkten Kontakt von Tieren auf Menschen übertragen werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu μικρόβιο

μικρόβιο το [mikróvio] : 1. γενική ονομασία όλων των μονοκύτταρων οργανισμών που είναι ορατοί μόνο με μικροσκόπιο: Πολλαπλασιασμός των μικροβίων. H έρευνα των μικροβίων θεμελιώθηκε από τον Παστέρ. || (ειδικότ.) κάθε παθογόνος μονοκύτταρος οργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο: Kαταπολέμηση των μικροβίων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback