Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



λόγιον

λόγιον Etymologie fehlt


λόγιος

λόγιος altgriechisch λόγιος λόγος λέγω (Lehnbedeutung) französisch érudit


λογιοτατισμός

λογιοτατισμός λογιώτατος + -ισμός· ο υπερθετικός του επιθέτου λόγιος εδώ αποκτά ειρωνική απόχρωση.


λογιότητα

λογιότητα Koine-Griechisch λογιότης


λογισμικό

λογισμικό λογισμός λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


λογισμός

λογισμός altgriechisch λογισμός. Για τα μαθηματικά, Lehnbedeutung από τη französisch culcul[1]


λογιστήριο

λογιστήριο Etymologie fehlt


λογιστής

λογιστής altgriechisch λογιστής


λογιστικά


λογιστική


λογογράφος

λογογράφος (λόγιο) altgriechisch λογογράφος


λογοδιάρροια

λογοδιάρροια Koine-Griechisch λογοδιάρροια altgriechisch λόγος + διάρροια ( διαρρέω διά + ῥέω)


λογοδοσία

λογοδοσία λογοδοτώ


λογοδοτώ

λογοδοτώ mittelgriechisch λογοδότης altgriechisch λόγος + δίδωμι


λογοθεραπεία

λογοθεραπεία λογο- + -θεραπεία ((Lehnübersetzung) englisch speech therapy)


λογοθεραπευτής

λογοθεραπευτής λογοθεραπεία + θεραπευτής ((Lehnübersetzung) englisch speech therapist[1])


λογοθέτης

λογοθέτης λογο- + -θέτης


λογοκλοπή

λογοκλοπή spätgriechisch λογοκλοπία λόγος + κλέπτω


λογοκλόπος

λογοκλόπος λογοκλοπ(ή) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] spätgriechisch λογοκλοπία λογο- + κλέπτω


λογοκόπος

λογοκόπος λογο(κοπώ) (altgriechisch λογο-, λογοκοπέω, -ῶ) + -κόπος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]


λογοκρίνω

λογοκρίνω λόγος + -ο- + κρίνω


λογοκρισία

λογοκρισία λογο- ( λόγος) + -κρισία ( κρίνω) ((Lehnübersetzung) französisch censure) Wort verwendet ab 1826


λογοκριτής

λογοκριτής λογοκρίνω


λογομαχία

λογομαχία Koine-Griechisch λογομαχία altgriechisch λόγος + μάχη


λογομαχώ

λογομαχώ Koine-Griechisch λογομαχέω / λογομαχῶ altgriechisch λόγος + μάχομαι


λογοπαίγνιο

λογοπαίγνιο λόγος + παίγνιον, (Lehnübersetzung) französisch jeu de mots (von 1856)


λόγος

λόγος altgriechisch λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-


λογοτέχνης

λογοτέχνης λογο(ς) + -τέχνης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


λογοτεχνία

λογοτεχνία λόγος + τέχνη


λογότυπος

λογότυπος (entlehnt aus) englisch logotype


λογοφέρνω

λογοφέρνω λόγος + φέρνω


λογχεύω

λογχεύω Etymologie fehlt


λόγχη

λόγχη altgriechisch λόγχη proto-indogermanisch *pleh₂k- (χτυπώ)


λογχίζω

λογχίζω mittelgriechisch λογχίζω altgriechisch λόγχη


λόγχισμα

λόγχισμα λογχίζω + -μα


λογχομαχία

λογχομαχία λόγχη + μάχομαι


λογχοφόρος

λογχοφόρος λόγχη + -φόρος ( φέρω)


λοιδορώ

λοιδορώ altgriechisch λοιδορῶ, αβέβαιης ετυμολογίας


λοιμικός

λοιμικός Koine-Griechisch λοιμικός altgriechisch λοιμός


λοιμοκαθαρτήριο

λοιμοκαθαρτήριο λοιμός + καθαρτήριο


λοιμός

λοιμός altgriechisch λοιμός


λοιμώδης

λοιμώδης altgriechisch λοιμώδης λοιμός


λοίμωξη

λοίμωξη altgriechisch λοίμωξις


λοιπόν

λοιπόν spätgriechisch λοιπόν altgriechisch λοιπός


λοιπός

λοιπός von ασθενές θέμα παρακειμένου (λέλοιπα) του ρ. λείπω


λοκάντα

λοκάντα italienisch locanda lateinisch locanda, Femininum von locandus, γερουνδιακό του ρήματος loco locus indoeuropäisch (Wurzel) *stel-


λοκατζής

λοκατζής ΛΟΚ + -τζής


λόξα

λόξα altgriechisch λοξ(ός) + -α


λόξεμα

λόξεμα Etymologie fehlt


λοξεύω

λοξεύω Etymologie fehlt


λοξοδρόμηση

λοξοδρόμηση Etymologie fehlt


λοξοδρομώ

λοξοδρομώ λοξός + δρόμος


λοξοειδώς

λοξοειδώς Etymologie fehlt


λοξός

λοξός altgriechisch λοξός


λοξότητα

λοξότητα Etymologie fehlt


λόρδα

λόρδα venezianisch lorda


λόρδωση

λόρδωση altgriechisch λόρδωσις λόρδος


λοσιόν

λοσιόν französisch lotion


λοστός

λοστός mittelgriechisch λοστός altgriechisch λοῖσθος (στη σημασία: 'κοντάρι πλοίου')[1]


λοστρόμος

λοστρόμος italienisch nostromo + -ς με ανομοίωση των ρινικών συμφώνων [n]..[m] > [l]...[m][1]


λοταρία

λοταρία venezianisch lotaria / italienisch lotteria lotto +‎ -eria παλαιά französisch lot φραγκική *hlot proto-deutsch *hlutą (λαχνός, μοίρα) proto-indogermanisch *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)


λοταριατζής

λοταριατζής λοταρί(α) + -ατζής βενετικά lotaria / ιταλικά lotteria lotto +‎ -eria παλαιά γαλλικά lot φραγκικά *hlot πρωτογερμανικά *hlutą (λαχνός, μοίρα) indoeuropäisch (Wurzel) *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)


λότο

λότο italienisch lotto παλαιά französisch lot φραγκική *hlot proto-deutsch *hlutą (λαχνός, μοίρα) proto-indogermanisch *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)


λότος

λότος italienisch lotto παλαιά französisch lot φραγκική *hlot proto-deutsch *hlutą (λαχνός, μοίρα) proto-indogermanisch *(s)kleh₂w- (γάντζος, ράβδος)


λούζω

λούζω altgriechisch λούω


λουθηρανισμός

λουθηρανισμός französisch luthéranisme luthéran Luthère deutsch Luther (Λούθηρος)


λουκάνικο

λουκάνικο μεσαιωνικά ελληνικά: λουκάνικον λατινικά: lucanicum (la) είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)


λουκάνικον

λουκάνικον λατινικά: lucanicum (la) είδος αλλαντικού των Lucani (λαός της Κάτω Ιταλίας)


λουκέτο

λουκέτο italienisch lucchetto französisch loquet, υποκοριστικό της (παλαιά γαλλικά) loc πρωτογερμανικά *luką


λούκι

λούκι Etymologie fehlt


λουκουμάς

λουκουμάς türkisch lokma arabisch لقمة (luqma(t), κομματάκι)


λουκουματζής

λουκουματζής λουκουμάς + -τζής


λουκουματζίδικο

λουκουματζίδικο λουκουματζής + -ίδικο


λουκούμι

λουκούμι türkisch (rahat) hulkum arabisch الحلقوم (Hulquum)


λουλάκι

λουλάκι mittelgriechisch λουλάκιν arabisch ليلك (līlak)


λουλάς

λουλάς türkisch lüle persisch لوله (lule)


λουλουδάδικο

λουλουδάδικο λουλούδι + -άδικο


λουλουδάς

λουλουδάς von ουσιαστικό λουλούδι + κατάληξη -άς


λουλουδάτος

λουλουδάτος λουλούδι + -άτος


λουλούδι

λουλούδι mittelgriechisch λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


λουλουδιάζω

λουλουδιάζω λουλούδ(ι)) + -ιάζω


λουλουδίζω

λουλουδίζω mittelgriechisch λουλουδίζω λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


λουλουδικό

λουλουδικό λουλούδι + κατάληξη -ικό ( Maskulinum von επιθήματος -ικός)


λουλούδισμα

λουλούδισμα von ρήμα λουλουδίζω ή λουλουδιάζω


λούλουδο

λούλουδο mittelgriechisch λούλουδον λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)


λούμπα

λούμπα albanisch luba


λουμπάγκο

λουμπάγκο lateinisch lumbago


λουμπάρδα

λουμπάρδα Λομβάρδα Λομβαρδοί ή κατά παραφθορά von bombarda


λούμπεν

λούμπεν deutsch Lumpen (: κουρέλι)


λουμπίνα

λουμπίνα Etymologie fehlt


λουξ

λουξ (επίθετο) französisch luxe lateinisch luxus proto-indogermanisch *lewg- (κάμπτω, συστρέφω)


λουρί

λουρί mittelgriechisch λουρίν Koine-Griechisch λωρίον λῶρος


λουρίδα

λουρίδα Etymologie fehlt


λούσιμο

λούσιμο Etymologie fehlt


λουστραδόρος

λουστραδόρος Etymologie fehlt


λουστράρισμα

λουστράρισμα Etymologie fehlt


λουστράρω

λουστράρω Etymologie fehlt


λουστρίνι

λουστρίνι venezianisch lustrin


λούστρο

λούστρο Etymologie fehlt


λούστρος

λούστρος Etymologie fehlt



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback