λογοκρισία λογο- ( λόγος) + -κρισία ( κρίνω) ((Lehnübersetzung) französisch censure) Wort verwendet ab 1826
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η υπηρεσιακή αλληλογραφία και οι λοιπές υπηρεσιακές επικοινωνίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης δεν υπόκεινται σε λογοκρισία. | Der amtliche Schriftverkehr und die sonstige amtliche Nachrichtenübermittlung der Organe der Union unterliegen nicht der Zensur. Übersetzung bestätigt |
Ο Abdolsamad Khoramabadi είναι Επικεφαλής της «Επιτροπής Καθορισμού των Περιπτώσεων Ποινικού Περιεχομένου», μιας κυβερνητικής οργάνωσης υπεύθυνης για την λογοκρισία στο διαδίκτυο και το έγκλημα στον κυβερνοχώρο. | Abdolsamad Khoramabadi ist Leiter der "Kommission für die Ermittlung krimineller Inhalte", einer mit Online-Zensur und Cyber-Kriminalität betrauten Regierungsorganisation. Übersetzung bestätigt |
Η υπηρεσιακή αλληλογραφία και οι λοιπές υπηρεσιακές επικοινωνίες της ΕΤΕπ δεν υπόκεινται σε λογοκρισία. | Der amtliche Schriftverkehr und die sonstige amtliche Nachrichtenübermittlung der EIB unterliegen nicht der Zensur. Übersetzung bestätigt |
"Συνεπώς, υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την κατάλληλη δράση από τη λογοκρισία". | Den Satz "Von angemessenem Handeln zur Zensur ist es aber nur ein kleiner Schritt." streichen. Übersetzung bestätigt |
Επίσημη αλληλογραφία και άλλες επίσημες ανακοινώσεις των κοινοτικών θεσμικών οργάνων δεν υπόκεινται σε λογοκρισία. | Der amtliche Schriftverkehr und die sonstige amtliche Nachrichtenübermittlung der Organe der Gemeinschaften unterliegen nicht der Zensur. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Zensur |
Schulnote |
Beurteilung |
Note |
Zeugniszensur |
λογοκρισία η [loγokrisía] : 1. ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθ. από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.): Tο δικτατορικό καθεστώς επέβαλε αυστηρή λογοκρισία στον τύπο. Οι επιστολές προς και από τους κρατουμένους υποβάλλονται σε λογοκρισία από τη διεύθυνση των φυλακών. Προληπτική λογοκρισία, ο έλεγχος που ασκείται πριν από τη δημοσιοποίηση, την κυκλοφορία των προϊόντων. (έκφρ.) η ψαλίδα* της λογοκρισίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.