Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αθλητικογράφος

αθλητικογράφος αθλητικ(ά) + -ο- + -γράφος ( γράφω)


αθλητισμός

αθλητισμός (entlehnt aus) französisch athlétisme altgriechisch ἀθλητής


αθλήτρια

αθλήτρια αθλητής + -τρια


άθλια

άθλια άθλιος


αθλίατρος

αθλίατρος αθλητίατρος


άθλιος

άθλιος altgriechisch ἄθλιος


αθλιότητα

αθλιότητα Etymologie fehlt


άθλο

άθλο altgriechisch ἆθλον


αθλοθεσία

αθλοθεσία Koine-Griechisch ἀθλοθεσία ἆθλον + τίθημι


αθλοθέτης

αθλοθέτης altgriechisch ἀθλοθέτης (ο ιδρυτής ή ο κριτής αγώνα) ἆθλον + τίθημι


αθλοθέτηση

αθλοθέτηση αθλοθέτησις αθλοθετώ + -σις αθλο- + τίθημι


αθλοθετώ

αθλοθετώ αθλο- ( ἄθλον + -θετώ ( τίθημι)


αθλομανία

αθλομανία αθλομανής + -ία


αθλοπαιδιά

αθλοπαιδιά αθλο- + -ο- + παιδιά


άθλος

άθλος altgriechisch ἆθλος


αθόγαλο

αθόγαλο ανθόγαλο


αθόρυβα

αθόρυβα αθόρυβος


αθρακιά

αθρακιά mittelgriechisch ανθρακιά και ανθρακία ἄνθραξ


αθρεψία

αθρεψία mittelgriechisch ἀθρεψία ἀ- + θρέψις + -ία ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) athrepsie (fr))


αθροίζω

αθροίζω (Lehnbedeutung) englisch sum (altgriechisch ἀθροίζω: συγκεντρώνω, μαζεύω)


άθροιση

άθροιση αθροίζω αθρόος (: άφθονος, μαζικός)


άθροισμα

άθροισμα αθροίζω αθρόος (: άφθονος, μαζικός)


αθροιστικά


αθρόως


αθρυμμάτιστα

αθρυμμάτιστα αθρυμμάτιστος + -α


άθυμα


αθυμία

αθυμία altgriechisch ἀθυμία


αθυμιάτιστα

αθυμιάτιστα αθυμιάτιστος + -α


αθυμώ

αθυμώ altgriechisch ἀθυμῶ


άθυρμα

άθυρμα altgriechisch ἄθυρμα ἀθύρω + -μα


αθυρμάτιο

αθυρμάτιο άθυρμα + -ιο


αθυρόστομα

αθυρόστομα αθυρόστομος


αθυροστομία

αθυροστομία αθυρόστομος + -ία


αθώα

αθώα επίθετο αθώος


αθωότητα

αθωότητα von μεταγενέστερο ἀθῳότης von ἀθῷος


Άθως

Άθως altgriechisch Ἄθως


αθωώνω

αθωώνω αθώος + -ώνω παθητική φωνή αθωώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. αθωωμένος


αθώωση

αθώωση αθωώνω


άι

άι (μόριο) altgriechisch ἄγε, Imperativ des Verbs ἄγω


Αίας

Αίας altgriechisch Αἴας


Αϊβαλί


αίγα

αίγα αρχαίο αἴξ (Genitiv: της αιγός)


αίγαγρος

αίγαγρος (λόγιο) Koine-Griechisch αἴγαγρος, → siehe: αίγα και αγρός


Αιγαίο


αιγιαλίτιδα

αιγιαλίτιδα Koine-Griechisch αἰγιαλῖτις, Femininum von αἰγιαλίτης


αιγιαλός

αιγιαλός altgriechisch αἰγιαλός αἶξ (πληθυντικός: αἶγες = κύματα) + ἅλς (Genitiv:ἁλός, θάλασσα)


αιγίδα

αιγίδα altgriechisch αἰγίς (ασπίδα από αιγόδερμα)


Αιγινίτης

Αιγινίτης Αίγιν(α) + -ίτης


Αίγιο


Αίγισθος

Αίγισθος (λόγιο) altgriechisch Αἴγισθος.


Αιγιώτης

Αιγιώτης Αίγι(ο) + -ώτης


αιγκρέτα


αίγλη

αίγλη αἴγλη


αιγοβοσκός

αιγοβοσκός Koine-Griechisch αἰγοβοσκός αίγα + βοσκός


αιγοκάμηλος

αιγοκάμηλος αίγα + -ο- + κάμηλος


Αιγόκερως

Αιγόκερως altgriechisch αἴξ (Genitiv: αἰγός) + κέρας (Genitiv: κέρασος > κέρως)


αιγόκλημα

αιγόκλημα mittelgriechisch αιγόκλημα αίγα + -ο- + κλήμα


αιγοπρόβατα

αιγοπρόβατα αιξ + πρόβατο


αιγοτρόφος

αιγοτρόφος αίγ(α) + -ο- + -τρόφος


αιγυπτιακά


αιγυπτιακός

αιγυπτιακός Αίγυπτος + -ιακός


αιγυπτιολογία

αιγυπτιολογία englisch egyptology Αίγυπτος + -λογία Wort verwendet ab 1899


αιγυπτιολόγος

αιγυπτιολόγος (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) französisch égyptologue, αιγυπτι- + -ο- + -λόγος


αιδεσιμότατος

αιδεσιμότατος (λόγιο) Koine-Griechisch αἰδεσιμότατος, υπερθετικός βαθμός του αἰδέσιμος (σεβαστός)[1]


αιδημοσύνη

αιδημοσύνη Koine-Griechisch αἰδημοσύνη altgriechisch αἰδήμων αἰδώς


Αιδηψός


αιδοίο

αιδοίο altgriechisch αἰδοῖον αἰδοῖος αἰδώς (αιδώς)


αιδοιολειχία

αιδοιολειχία αιδοιολείκτης αιδοι- ( αιδοίο) + altgriechisch λείχω (: γλείφω) + -ία


αιδώς

αιδώς λόγιος διαχρονικός δανεισμός von altgriechisch αἰδώς


αιθάλη

αιθάλη altgriechisch αἰθάλη αἴθω + -άλη


αιθαλομίχλη

αιθαλομίχλη αιθάλη + -ο- + ομίχλη ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) smog smoke + fog)


αιθάνιο

αιθάνιο Etymologie fehlt


αιθέρας

αιθέρας altgriechisch αἰθήρ αἴθω indoeuropäisch (Wurzel) *aidʰ- (φλέγω) ((Lehnbedeutung) französisch éther)


αιθεροβάμονας

αιθεροβάμονας αιθεροβάμων altgriechisch αἰθεροβάμων αἰθήρ + -βάμων (βαίνω)


αιθεροβάμων

αιθεροβάμων altgriechisch αἰθεροβάμων αἰθήρ + -βάμων (βαίνω)


αιθεροβατώ

αιθεροβατώ Koine-Griechisch αἰθεροβατῶ αἰθήρ + βαίνω


αιθήρ

αιθήρ altgriechisch αἰθήρ


Αιθίοπας

Αιθίοπας Αιθιοπία


αίθουσα

αίθουσα altgriechisch αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) ως ουσ.


αιθουσάρχης

αιθουσάρχης αίθουσα + -άρχης


αιθριάζω

αιθριάζω altgriechisch αἰθριάζω αἴθριος


αιθρίασμα

αιθρίασμα αιθριάζω + -μα


αίθριο

αίθριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αίθριος


αίθριος

αίθριος altgriechisch αἴθριος πιθανόν αἴθω (καίω) ή αἴθρη / αἴθρα


αιθυλένιο

αιθυλένιο französisch éthylène


αιθύλιο

αιθύλιο altgriechisch αἰθήρ + ὕλη (Lehnübersetzung από τη französisch éthyle)


αιλουροειδές

αιλουροειδές αίλουρος + -ειδές είδος


αίλουρος

αίλουρος altgriechisch αἴλουρος


αίμα

αίμα altgriechisch αἷμα


αιμαγγείωμα

αιμαγγείωμα αίμα + αγγείωμα


αιμασιά

αιμασιά altgriechisch αἱμασιά αἱμός proto-indogermanisch *seh₂ip- (φράκτης)


αιματάλευρο

αιματάλευρο αιματο- ( αίμα) + άλευρο ((Lehnübersetzung) (γερμανικά) Blutmehl)


αιματέμεση

αιματέμεση (entlehnt aus) französisch hématemèse altgriechisch αἷμα + ἔμεσις


αιματικός

αιματικός αίμα + -ικός


αιματίτης

αιματίτης αίμα


αιματοβάφω

αιματοβάφω αιματο- + βάφω


αιματοκρίτης

αιματοκρίτης αίμα + κριτής


αιματοκυλίζω

αιματοκυλίζω Etymologie fehlt


αιματοκύλισμα

αιματοκύλισμα (αιματοκυλίζω) αιματοκυλισ- + -μα. siehe auch το αιματοκύλημα.


αιματοκυλώ

αιματοκυλώ Etymologie fehlt



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback