Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αμαθώς

αμαθώς altgriechisch ἀμαθῶς ἀμαθής μανθάνω


ανευλόγητος

ανευλόγητος mittelgriechisch ἀνευλόγητος altgriechisch εὐλογέω εὖ + λέγω


αποταχθείς

αποταχθείς altgriechisch ἀποταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αποτάσσω


βολτάμετρο

βολτάμετρο (entlehnt aus) französisch voltamètre volt ( italienisch Alessandro Volta) + mètre ( altgriechisch μέτρον)


μεσουρανώ

μεσουρανώ (λόγιο) altgriechisch μεσουρανέω / μεσουρανῶ[1] μέσος + οὐρανός


ωτοσκόπηση

ωτοσκόπηση λόγ. ὠτοσκόπησις um das französische wiederzugeben otoscopie oto- ( altgriechisch Genitiv ὠτός της λέξης οὖς) + -scopie ( altgriechisch σκοπέω-σκοπῶ)


εμβαίνω

εμβαίνω altgriechisch ἐμβαίνω


φρικιώ

φρικιώ altgriechisch φρικιῶ φρίξ (ανατρίχιασμα)


παραλλάσσω

παραλλάσσω altgriechisch παραλλάσσω


άπαρση

άπαρση Koine-Griechisch ἄπαρσις altgriechisch ἀπαίρω ἀπό + αἵρω


πεθαμός

πεθαμός mittelgriechisch ἀπεθαμός ἀπεθαίνω altgriechisch ἀποθνήσκω θνήσκω/ θνῄσκω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-


υποδιαιρώ

υποδιαιρώ altgriechisch ὑποδιαιρέω-ῶ


δικτυώνω

δικτυώνω δίκτυο + -ώνω altgriechisch δίκτυον δικεῖν


θηλύκωμα

θηλύκωμα θηλυκώνω + -μα mittelgriechisch θηλυκώνω θηλύκι θηλύκιον, υποκοριστικό του altgriechisch θηλυκός θήλυς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁- (θηλάζω, εκμυζώ, ρουφώ)


αναρριπίζω

αναρριπίζω altgriechisch ἀναρριπίζω ῥιπίζω ῥιπίς ῥίψ


αιτιατός

αιτιατός altgriechisch αἰτιατός


φυγοδικώ

φυγοδικώ altgriechisch φυγοδικέω


αντιτοξίνη

αντιτοξίνη (entlehnt aus) französisch antitoxine anti- + toxine toxique altgriechisch τοξικός τόξον


αναταράζω

αναταράζω altgriechisch ἀναναταράσσω


διγνωμία

διγνωμία δίγνωμος + -ία Koine-Griechisch δίγνωμος δι- + altgriechisch γνώμη γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵiǵneh₃- *ǵneh₃- (γιγνώσκω, γνωρίζω)


μηδικός

μηδικός altgriechisch Μηδικός Μῆδος


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


αμετάπειστα

αμετάπειστα αμετάπειστος + -α altgriechisch ἀμετάπειστος μεταπείθω πείθω


ισοψηφώ

ισοψηφώ ισο- ( ίσος) + altgriechisch ψηφῶ


χρησμοδότης

χρησμοδότης Koine-Griechisch χρησμοδότης altgriechisch χρησμός + δίδωμι


πεντηκοντούτης

πεντηκοντούτης altgriechisch πεντηκοντούτης


βαυκαλίζω

βαυκαλίζω Koine-Griechisch βαυκαλίζω ("νανουρίζω")[1] altgriechisch βαυκαλάω


ανατιμώ

ανατιμώ altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ


δενδρώνας

δενδρώνας altgriechisch δενδρών δένδρον


μύρμηγκας

μύρμηγκας μέρμηγκας με λόγια επίδραση (des altgriechischen ύψιλον μυρμηκ-)


νεάζω

νεάζω altgriechisch νεάζω νέος


καταιονισμός

καταιονισμός Koine-Griechisch καταιόνησις + κατάληξη -μος καταιονάω / καταιονῶ altgriechisch κατά + αἰονάω / αἰονῶ


διερμήνευση

διερμήνευση (λόγιο) Koine-Griechisch διερμήνευ(σις) + -ση διά (δι-) + altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς (ίσως Ἑρμῆς)


διακυβερνώ

διακυβερνώ altgriechisch διακυβερνάω / διακυβερνῶ διά + κυβερνάω / κυβερνῶ


εξελέγχω

εξελέγχω altgriechisch ἐξελέγχω


αφιλία

αφιλία altgriechisch ἀφιλία


εντροπαλός

εντροπαλός mittelgriechisch ἐντροπαλός altgriechisch ἐντροπή


αναδείχνω

αναδείχνω altgriechisch ἀναδεικνύω


πλεμάτι

πλεμάτι altgriechisch πλεγμάτιον, υποκοριστικό του πλέγμα πλέκω


πιεζοηλεκτρισμός

πιεζοηλεκτρισμός piezo- altgriechisch πιέζω + englisch electricity = ηλεκτρισμός


εκατονταρχία

εκατονταρχία Koine-Griechisch ἑκατονταρχία altgriechisch ἑκατοντάρχης ἑκατόν + ἄρχω


γύμνωμα

γύμνωμα γυμνώνω + -μα altgriechisch γυμνόω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός) (2. (Lehnbedeutung) englisch stripping)


αποφάγι

αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


παρεισφρέω

παρεισφρέω Koine-Griechisch παρεισφρέω παρά + altgriechisch εἰσφρέω εἰς + *φρέω[1] φρ- (μηδενική βαθμίδα του φέρω proto-griechisch pʰérō proto-indogermanisch *bʰer-: φέρω)


θυμελικός

θυμελικός Koine-Griechisch θυμελικός altgriechisch θυμέλη


απειροκαλία

απειροκαλία altgriechisch ἀπειροκαλία


αντιδυναστικός

αντιδυναστικός (entlehnt aus) französisch antidynastique anti- + dynastique altgriechisch δυναστικός δυνάστης δύναμαι


αποπλύνω

αποπλύνω altgriechisch ἀποπλύνω


στειλεός

στειλεός altgriechisch στειλεός


εκθλίβω

εκθλίβω altgriechisch ἐκθλίβω θλίβω


ανεπιείκεια

ανεπιείκεια altgriechisch ἀνεπιείκεια


αποφράζω

αποφράζω mittelgriechisch ἀποφράζω altgriechisch ἀποφράσσω ἀπό + φράσσω indoeuropäisch (Wurzel) *bherekʷ-


υφαρπάζω

υφαρπάζω altgriechisch ὑφαρπάζω > ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω. Συγχρονικά υφ- (υπο-) + αρπάζω.


κορώνω

κορώνω altgriechisch κόρος


εισορμώ

εισορμώ altgriechisch εἰσορμάω / εἰσορμῶ εἰς + ὁρμάω / ὁρμῶ


ξυστρίζω

ξυστρίζω ξυστρί + -ίζω Koine-Griechisch ξυστρίον, υποκοριστικό του altgriechisch ξύστρον


λιγοψυχώ

λιγοψυχώ altgriechisch ὀλιγοψυχέω


διαβιώνω

διαβιώνω altgriechisch διαβιόω / διαβιῶ διά + βιόω / βιῶ βίος proto-indogermanisch *gʷeyh₃- (ζω)


αγαθοποιία

αγαθοποιία altgriechisch ἀγαθοποιία ἀγαθός + -ποιία


γωνιάζω

γωνιάζω altgriechisch γωνιάζω γωνία (σχηματίζω γωνία)


δίφορος

δίφορος altgriechisch δίφορος (δίς) δι- + φέρω


ανδριαντοποιός

ανδριαντοποιός altgriechisch ἀνδριαντοποιός ἀνδριάς + ποιέω


καθετηριάζω

καθετηριάζω Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


ανεξάλειπτος

ανεξάλειπτος altgriechisch ἀνεξάλειπτος ἐξαλείφω ἀλείφω


διαλευκαίνω

διαλευκαίνω Koine-Griechisch διαλευκαίνω διά + altgriechisch λευκαίνω λευκός


ιματιοφυλάκιο

ιματιοφυλάκιο Koine-Griechisch ἱματιοφυλάκιον altgriechisch ἱμάτιον (υποκοριστικό του εἷμα ἕννυμι *ϝέσνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *wes-: ντύνω) + φυλάκιον ( φυλάττω)


αγορανόμος

αγορανόμος altgriechisch ἀγορανόμος, Lehnbedeutung από τη französisch contrôleur de marché ή von (Lehnbedeutung) englisch market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος


αφιππεύω

αφιππεύω altgriechisch ἀφιππεύω


διατρέφω

διατρέφω altgriechisch διατρέφω διά + τρέφω


κατατέμνω

κατατέμνω altgriechisch κατατέμνω κατά + τέμνω


αντισήκωμα

αντισήκωμα Koine-Griechisch ἀντισήκωμα altgriechisch ἀντισηκόω / ἀντισηκῶ ἀντι- + σηκόω / σηκῶ


υαλογράφος

υαλογράφος (entlehnt aus) französisch hyalographe altgriechisch ὕαλος υαλο- + -γράφος


αμβλώνω

αμβλώνω altgriechisch ἀμβλόω / ἀμβλῶ ἀμβλύς


όζω

όζω altgriechisch ὄζω proto-griechisch *óďďō *h₃ed-ye-, *h₃ed- (όζω, μυρίζω)


μελιχρός

μελιχρός altgriechisch μελιχρός μέλι + -χρός


απειθαρχώ

απειθαρχώ altgriechisch ἀπειθαρχέω / ἀπειθαρχῶ


ψυχραίνω

ψυχραίνω Koine-Griechisch ψυχραίνω altgriechisch ψυχρός,ά,όν


ποκάρι

ποκάρι Koine-Griechisch ποκάριον altgriechisch πόκος


μεταπλάθω

μεταπλάθω altgriechisch μεταπλάσσω


ανελκύω

ανελκύω altgriechisch ἀνελκύω


εξηντάδα

εξηντάδα εξήντα + -άδα, ( altgriechisch : -άς -άδος)


εκπορθώ

εκπορθώ altgriechisch ἐκπορθέω / ἐκπορθῶ ἐκ + πορθέω / πορθῶ


δικηγορώ

δικηγορώ mittelgriechisch δικηγορώ δικήγορος δίκη ( altgriechisch δίκη) + -ήγορος ( altgriechisch ἀγορεύω)


έκτυπος

έκτυπος altgriechisch ἔκτυπος


χειμάζομαι

χειμάζομαι altgriechisch χειμάζω


κορεννύω

κορεννύω altgriechisch κορεννύω / κορέννυμι


αλφαδιάζω

αλφαδιάζω αλφάδι mittelgriechisch ἀλφάδιον altgriechisch ἄλφα


απίστομα

απίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


κιναισθησία

κιναισθησία (entlehnt aus) französisch kinesthésie altgriechisch κίνησις + αἴσθησις


κατασυντρίβω

κατασυντρίβω mittelgriechisch κατασυντρίβω κατά + altgriechisch συντρίβω


εισακούω

εισακούω altgriechisch εἰσακούω


μασητήρας

μασητήρας altgriechisch μασητήρ


υπερίπταμαι

υπερίπταμαι (λόγιο) altgriechisch ὑπερίπταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + ίπταμαι


αποδιώκω

αποδιώκω altgriechisch ἀποδιώκω


οξαλίδα

οξαλίδα Koine-Griechisch ὀξαλίς altgriechisch ὄξος ὀξύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós


δρασκελώ

δρασκελώ mittelgriechisch δρασκελώ δρασκελίζω διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


αντίκειμαι

αντίκειμαι altgriechisch ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι ((Lehnbedeutung) französisch contraire)


ακατάκριτος

ακατάκριτος Koine-Griechisch ἀκατάκριτος altgriechisch κατακρίνω


θέσμιο

θέσμιο altgriechisch θέσμιον


ποδηγετώ

ποδηγετώ altgriechisch ποδηγετῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback