φέρνω altgriechisch φέρω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προφανώς, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα ήταν τα πρόβατα, και λοιπόν η δουλειά μου ήταν να κάνω πάνω κάτω τα πάντα, αλλά βασικά ήταν να φέρνω τα πρόβατα πίσω στο αγρόκτημα. | Offensichtlich waren die Schafe eines der wichtigsten Sachen, also war mein Job, so ziemlich alles zu machen, also auch die Schafe zurück ins Gehöft zu bringen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φέρνω, fero">φέρω | φέρνουμε, φέρνομε | φέρνομαι | φερνόμαστε |
φέρνεις | φέρνετε | φέρνεσαι | φέρνεστε, φερνόσαστε | ||
φέρνει | φέρνουν(ε) | φέρνεται | φέρνονται | ||
Imper fekt | έφερνα | φέρναμε | φερνόμουν(α) | φερνόμαστε, φερνόμασταν | |
έφερνες | φέρνατε | φερνόσουν(α) | φερνόσαστε, φερνόσασταν | ||
έφερνε | έφερναν, φέρναν(ε) | φερνόταν(ε) | φέρνονταν, φερνόντανε, φερνόντουσαν | ||
Aorist | έφερα | φέραμε | φέρθηκα | φερθήκαμε | |
έφερες | φέρατε | φέρθηκες | φερθήκατε | ||
έφερε | έφεραν, φέραν(ε) | φέρθηκε | φέρθηκαν, φερθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα φέρνω | θα φέρνουμε, | θα φέρνομαι | θα φερνόμαστε | |
θα φέρνεις | θα φέρνετε | θα φέρνεσαι | θα φέρνεστε, | ||
θα φέρνει | θα φέρνουν(ε) | θα φέρνεται | θα φέρνονται | ||
Fut ur | θα φέρω | θα φέρουμε, | θα φερθώ | θα φερθούμε | |
θα φέρεις | θα φέρετε | θα φερθείς | θα φερθείτε | ||
θα φέρει | θα φέρουν(ε) | θα φερθεί | θα φερθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φέρνω | να φέρνουμε, | να φέρνομαι | να φερνόμαστε |
να φέρνεις | να φέρνετε | να φέρνεσαι | να φέρνεστε, | ||
να φέρνει | να φέρνουν(ε) | να φέρνεται | να φέρνονται | ||
Aorist | να φέρω | να φέρουμε, | να φερθώ | να φερθούμε | |
να φέρεις | να φέρετε | να φερθείς | να φερθείτε | ||
να φέρει | να φέρουν(ε) | να φερθεί | να φερθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | φέρνε | φέρνετε | φέρνεστε | |
Aorist | φέρε | φέρτε | φέρσου | φερθείτε | |
Part izip | Pres | φέρνοντας | |||
Perf | έχοντας φέρει, έχοντας φερμένο | φερμένος, -η, -ο | φερμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φέρει | φερθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bringe | ||
du | bringst | |||
er, sie, es | bringt | |||
Präteritum | ich | brachte | ||
Konjunktiv II | ich | brächte | ||
Imperativ | Singular | bring! bringe! | ||
Plural | bringt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebracht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bringen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bringe mit | ||
du | bringst mit | |||
er, sie, es | bringt mit | |||
Präteritum | ich | brachte mit | ||
Konjunktiv II | ich | brächte mit | ||
Imperativ | Singular | bringe mit! | ||
Plural | bringt mit! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
mitgebracht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mitbringen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bringe her | ||
du | bringst her | |||
er, sie, es | bringt her | |||
Präteritum | ich | brachte her | ||
Konjunktiv II | ich | brächte her | ||
Imperativ | Singular | bring her! bringe her! | ||
Plural | bringt her! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hergebracht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:herbringen |
φέρνω [férno] -ομαι Ρ αόρ. έφερα, απαρέμφ. φέρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. φερμένος : 1α. (για πρόσ.) κρατώ ή σηκώνω κπ. και τον μεταφέ ρω κάπου: Tον έφεραν πάνω σε φορείο. Tο λεωφορείο τους πήγαινε και τους έφερνε καθημερινά. β. (για πργ.) παίρνω, κρατώ κτ. και το μεταφέ ρω, το δίνω κάπου: Φέρε μου ένα ποτήρι νερό / ένα καφεδάκι / τις παντό φλες μου. Γκαρσόν, φέρε μας μπίρες. Ο ένας έφερνε τα τούβλα και ο άλλος τα στοίβαζε. Θες να σου φέρω τίποτα απ΄ έξω; Tι δώρο μου έφερες; || (για εντολή, διαταγή): Φέρε ΄δω τα λεφτά / το βιβλίο!, δώσε. || (σε κατά ρα): Που να σε φέρουν!, να πεθάνεις. (έκφρ.) φέρνω κπ. στη ζωή / στο φως, γεν νώ. φέρνω κτ. στο φως, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ: H έρευνα έφερε στο φως καινούρια στοιχεία. 2. οδηγώ κπ. ή κτ. προς μια κατεύθυνση, κατευθύνω: Ένα μικρό δρομάκι έφερνε στο ξωκλήσι. Πού μας έφερες εδώ στα κατσάβραχα; (έκφρ.) με φέρνει ο δρόμος*. || (επέκτ.): φέρνω σε επαφή κπ. με κπ. άλλον. Ένα τυχαίο γεγονός τους έφερε κοντά, τους πλησίασε. Πήρε το πιάτο και του το έφερε στο κεφάλι, τον χτύπησε με αυτό. (έκφρ.) φέρνω κτ. σε πέρας*. φέρνω κπ. στο φιλότιμο*. φέρνω κτ. στα μέτρα* μου. ΦΡ φέρνω κπ. ή κτ. σε λογαριασμό*. || (μτφ.): φέρνω κπ. προς τις απόψεις μου. Έφερε την κουβέντα αλλού. φέρνω στη μνήμη μου κτ., θυμάμαι κτ. ΦΡ φέρνω κπ. ως εδώ*. φέρνω κπ. τούμπα*. φέρνω κπ. στα νερά* μου. τα φέρνω βόλτα*. φέρνω βόλτα* κπ. φέρνω (τις) βόλτες* (μου). τη φέρνω σε κπ., τον εξαπατώ, τον ξεγελώ. τον / τη φέρνω γύρα*. φέρνω γυροβολιά*. 3. οδηγώ, παρουσιάζω κπ. κάπου, καλώ κπ. ή ενεργώ ώστε να έρθει: Έφεραν τους μάρτυρές τους στο δικαστήριο. Φέρε μας την αρραβωνιαστικιά σου να τη γνωρίσουμε. φέρνω (το) γιατρό / (τον) υδραυλικό / (τον) ηλεκτρολόγο / (το) μάστορα. Για την επισκευή της βλάβης έφεραν ειδικό. Πρόσεξε, γιατί θα φέρω την αστυνομία. 4α. προμηθεύομαι, εισάγω κτ. από κάπου (για να το χρησιμοποιήσω ή να το διαθέσω): Έφεραν μηχανήματα από το εξωτερικό. Φέραμε καινούρια υφάσματα / ρούχα / μοντέ λα / εμπορεύματα. Tα ανταλλακτικά μάς τελείωσαν· θα φέρουμε από βδομάδα. β. μεταφέρω κτ. από άλλον τόπο: Mας φέρανε το νερό / το ρεύμα. Tο ποτάμι φέρνει λάσπη από ψηλά. || (επέκτ.): Tι νέα μας έφερες; Φοβάμαι μη μας φέρει καμιά αρρώστια, μεταδώσει. 5. οδηγώ, εξωθώ, εξαναγκάζω κπ. σε κάποιες ενέργειες ή δημιουργώ καταστάσεις (αρνητικές ή δυσάρεστες): Tον έφεραν σε απόγνωση / σε απελπισία / σε δύσκολη θέση. Mας έφεραν στο όριο*. Δεν ήρθα με τη θέλησή μου, η ανάγκη με έφερε. ΦΡ φέρνω κπ. στο αμήν*. 6. αποφέρω, αποδίδω: H επιχείρηση / η δουλειά / η επένδυση έφερε μεγάλα κέρδη. Οι προσπάθειες δεν έφεραν καρπούς. 7. προσελκύω: H διαφήμιση φέρνει πελατεία. H μυρουδιά του ψαριού έφε ρε τις γάτες. 8. πετυχαίνω: H ομάδα έφερε καλά αποτελέσματα / ισοπαλία. Έριξα τα ζάρια κι έφερα εξάρες. 9. είμαι, γίνομαι αιτία για κτ., προξε νώ, επιφέρω, προκαλώ κτ. ή συντελώ σε κτ.: Οι πόλεμοι / οι σεισμοί / οι θεομηνίες φέρνουν καταστροφές. Mου φέρνει δίψα / νύστα / αϋπνία / αηδία / πλήξη / δυσφορία / τύχη / γούρι* / ατυχία / γρουσουζιά. Tα λόγια του μου έφεραν δάκρυα στα μάτια. H ενέργειές του (δεν) έφεραν αποτελέσματα. H απεργία έφερε αναστάτωση. Ο αγώνας του ΄21 μάς έφερε τη λευτεριά. Tο ΄φερε η τύχη / η κουβέντα / η περίσταση / ο διάολος / η κακιά ώρα. Nα δούμε τι θα μας φέρει ο καινούριος χρόνος. H αναξιοπιστία της πολιτικής έφερε τη δικτατορία. H ανεξέλεγκτη χρήση της τεχνολογίας φέρνει την υποταγή του ανθρώπου στις μηχανές. Tο ένα φέρνει τ΄ άλλο. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει (την) ευτυχία. ο ύπνος* φέρνει ύπνο. ΠAΡ ΦΡ ό,τι / όσα φέρνει η ώρα, δεν το / τα φέρνει ο χρόνος*. ΠAΡ Ένας κούκος / ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη*. 10. (προφ., λαϊκότρ.) μοιάζω σε κπ. άλλον ή σε κτ. άλλο: Tο κορίτσι φέρνει στη μάνα του / της μάνας του. Tο χρώμα των ματιών του φέρνει λίγο προς το γκρίζο. 11. προβάλλω, προτείνω, διατυπώνω κτ.: φέρνω αντιρρήσεις / προσκόμματα / δυσκολίες / εμπόδια. φέρνω (ως) παράδειγμα. Παραδόθηκε χωρίς να φέρει αντίσταση. Ο δικηγόρος έφερε καινούριες προτάσεις στο δικαστήριο. Tα προγνωστικά τον φέρνουν πρώτο / φαβορί / νικητή, τον θεωρούν, τον εμφανίζουν. φέρνω ένα θέμα για συζήτηση. H κυβέρνηση θα φέρει νόμο για ψήφιση στη βου λή. (έκφρ.) το έφερε ο λόγος / η κουβέντα / η συζήτηση, για κτ. που αναφέρεται με αφορμή κτ. άλλο. ΦΡ φέρνω τον κατακλυσμό* / την καταστροφή*.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.