herbringen
 Verb

φέρνω Verb
(3)
DeutschGriechisch
Ich kann ihn nicht jedes Mal herbringen.Δεν μπορώ να τον φέρνω εδώ συνέχεια.

Übersetzung nicht bestätigt

Es tut mir leid, dass ich Sie auf diese Weise habe herbringen lassen.Λυπάμαι που σε φέρνω έτσι.

Übersetzung nicht bestätigt

Jeden, den ich von der Rechtsberatung herbringen möchte, darf ich herbringen.Θα φέρνω εδώ όποιον θέλω από την Κλινική.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φέρνω, fero">φέρωφέρνουμε, φέρνομεφέρνομαιφερνόμαστε
φέρνειςφέρνετεφέρνεσαιφέρνεστε, φερνόσαστε
φέρνειφέρνουν(ε)φέρνεταιφέρνονται
Imper
fekt
έφερναφέρναμεφερνόμουν(α)φερνόμαστε, φερνόμασταν
έφερνεςφέρνατεφερνόσουν(α)φερνόσαστε, φερνόσασταν
έφερνεέφερναν, φέρναν(ε)φερνόταν(ε)φέρνονταν, φερνόντανε, φερνόντουσαν
Aoristέφεραφέραμεφέρθηκαφερθήκαμε
έφερεςφέρατεφέρθηκεςφερθήκατε
έφερεέφεραν, φέραν(ε)φέρθηκεφέρθηκαν, φερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φέρει
έχω φερμένο
έχουμε φέρει
έχουμε φερμένο
έχω φερθείέχουμε φερθεί
έχεις φέρει
έχεις φερμένο
έχετε φέρει
έχετε φερμένο
έχεις φερθείέχετε φερθεί
έχει φέρει
έχει φερμένο
έχουν φέρει
έχουν φερμένο
έχει φερθείέχουν φερθεί
Plu
per
fekt
είχα φέρει
είχα φερμένο
είχαμε φέρει
είχαμε φερμένο
είχα φερθείείχαμε φερθεί
είχες φέρει
είχες φερμένο
είχατε φέρει
είχατε φερμένο
είχες φερθείείχατε φερθεί
είχε φέρει
είχε φερμένο
είχαν φέρει
είχαν φερμένο
είχε φερθείείχαν φερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φέρνωθα φέρνουμε, θα φέρνομεθα φέρνομαιθα φερνόμαστε
θα φέρνειςθα φέρνετεθα φέρνεσαιθα φέρνεστε, θα φερνόσαστε
θα φέρνειθα φέρνουν(ε)θα φέρνεταιθα φέρνονται
Fut
ur
θα φέρωθα φέρουμε, θα φέρομεθα φερθώθα φερθούμε
θα φέρειςθα φέρετεθα φερθείςθα φερθείτε
θα φέρειθα φέρουν(ε)θα φερθείθα φερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φέρει
θα έχω φερμένο
θα έχουμε φέρει
θα έχουμε φερμένο
θα έχω φερθείθα έχουμε φερθεί
θα έχεις φέρει
θα έχεις φερμένο
θα έχετε φέρει
θα έχετε φερμένο
θα έχεις φερθείθα έχετε φερθεί
θα έχει φέρει
θα έχει φερμένο
θα έχουν φέρει
θα έχουν φερμένο
θα έχει φερθείθα έχουν φερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φέρνωνα φέρνουμε, να φέρνομενα φέρνομαινα φερνόμαστε
να φέρνειςνα φέρνετενα φέρνεσαινα φέρνεστε, να φερνόσαστε
να φέρνεινα φέρνουν(ε)να φέρνεταινα φέρνονται
Aoristνα φέρωνα φέρουμε, να φέρομενα φερθώνα φερθούμε
να φέρειςνα φέρετενα φερθείςνα φερθείτε
να φέρεινα φέρουν(ε)να φερθείνα φερθούν(ε)
Perfνα έχω φέρει
να έχω φερμένο
να έχουμε φέρει
να έχουμε φερμένο
να έχω φερθείνα έχουμε φερθεί
να έχεις φέρει
να έχεις φερμένο
να έχετε φέρει
να έχετε φερμένο
να έχεις φερθείνα έχετε φερθεί
να έχει φέρει
να έχει φερμένο
να έχουν φέρει
να έχουν φερμένο
να έχει φερθείνα έχουν φερθεί
Imper
ativ
Presφέρνεφέρνετεφέρνεστε
Aoristφέρεφέρτεφέρσουφερθείτε
Part
izip
Presφέρνοντας
Perfέχοντας φέρει, έχοντας φερμένοφερμένος, -η, -οφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristφέρειφερθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback