στερώ Verb  [stero, sterw]

  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στερώ

στερώ altgriechisch στερῶ


GriechischDeutsch
Πως μπορώ να ζω αν ξέρω πως στερώ τον κόσμο απ' τη μουσική σου;Wie könnte ich leben, wenn ich wusste, dass ich berauben die Welt Ihrer Musik?

Übersetzung nicht bestätigt

Όσο κι αν με πονάει που στερώ από τον κύριο τις συνήθεις 14 ώρες του, έχει ένα ραντεβού.So sehr es mich schmerzt, dem Monsieur seiner 14 Stunden zu berauben, aber er hat einen Termin.

Übersetzung nicht bestätigt

Πιστεύουν πως σου στερώ το μέλλον σου.Die denken, ich würde dich deiner Zukunft berauben.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στερώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερώστερούμεστερούμαιστερούμαστε
στερείςστερείτεστερείσαιστερείστε
στερείστερούν(ε)στερείταιστερούνται
Imper
fekt
στερούσαστερούσαμεστερούμουνστερούμαστε
στερούσεςστερούσατε
στερούσεστερούσαν(ε)στερούνταν, εστερείτοστερούνταν, εστερούντο
Aoristστέρησαστερήσαμεστερήθηκαστερηθήκαμε
στέρησεςστερήσατεστερήθηκεςστερηθήκατε
στέρησεστέρησαν, στερήσαν(ε)στερήθηκεστερήθηκαν, στερηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω στερήσει
έχω στερημένο
έχουμε στερήσει
έχουμε στερημένο
έχω στερηθεί
είμαι στερημένος, -η
έχουμε στερηθεί
είμαστε στερημένοι, -ες
έχεις στερήσει
έχεις στερημένο
έχετε στερήσει
έχετε στερημένο
έχεις στερηθεί
είσαι στερημένος, -η
έχετε στερηθεί
είστε στερημένοι, -ες
έχει στερήσει
έχει στερημένο
έχουν στερήσει
έχουν στερημένο
έχει στερηθεί
είναι στερημένος, -η, -ο
έχουν στερηθεί
είναι στερημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα στερήσει
είχα στερημένο
είχαμε στερήσει
είχαμε στερημένο
είχα στερηθεί
ήμουν στερημένος, -η
είχαμε στερηθεί
ήμαστε στερημένοι, -ες
είχες στερήσει
είχες στερημένο
είχατε στερήσει
είχατε στερημένο
είχες στερηθεί
ήσουν στερημένος, -η
είχατε στερηθεί
ήσαστε στερημένοι, -ες
είχε στερήσει
είχε στερημένο
είχαν στερήσει
είχαν στερημένο
είχε στερηθεί
ήταν στερημένος, -η, -ο
είχαν στερηθεί
ήταν στερημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερώθα στερούμεθα στερούμαιθα στερούμαστε
θα στερείςθα στερείτεθα στερείσαιθα στερείστε
θα στερείθα στερούν(ε)θα στερείταιθα στερούνται
Fut
ur
θα στερήσωθα στερήσουμεθα στερηθώθα στερηθούμε
θα στερήσειςθα στερήσετεθα στερηθείςθα στερηθείτε
θα στερήσειθα στερήσουν(ε)θα στερηθείθα στερηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερήσει
θα έχω στερημένο
θα έχουμε στερήσει
θα έχουμε στερημένο
θα έχω στερηθεί
θα είμαι στερημένος, -η
θα έχουμε στερηθεί
θα είμαστε στερημένοι, -ες
θα έχεις στερήσει
θα έχεις στερημένο
θα έχετε στερήσει
θα έχετε στερημένο
θα έχεις στερηθεί
θα είσαι στερημένος, -η
θα έχετε στερηθεί
θα είστε στερημένοι, -η
θα έχει στερήσει
θα έχει στερημένο
θα έχουν στερήσει
θα έχουν στερημένο
θα έχει στερηθεί
θα είναι στερημένος, -η, -ο
θα έχουν στερηθεί
θα είναι στερημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερώνα στερούμενα στερούμαινα στερούμαστε
να στερείςνα στερείτενα στερείσαινα στερείστε
να στερείνα στερούν(ε)να στερείταινα στερούνται
Aoristνα στερήσωνα στερήσουμε, να στερήσομενα στερηθώνα στερηθούμε
να στερήσειςνα στερήσετενα στερηθείςνα στερηθείτε
να στερήσεινα στερήσουν(ε)να στερηθείνα στερηθούν(ε)
Perfνα έχω στερήσει
να έχω στερημένο
να έχουμε στερήσει
να έχουμε στερημένο
να έχω στερηθεί
να είμαι στερημένος, -η
να έχουμε στερηθεί
να είμαστε στερημένοι, -ες
να έχεις στερήσει
να έχεις στερημένο
να έχετε στερήσει
να έχετε στερημένο
να έχεις στερηθεί
να είσαι στερημένος, -η
να έχετε στερηθεί
να είστε στερημένοι, -ες
να έχει στερήσει
να έχει στερημένο
να έχουν στερήσει
να έχουν στερημένο
να έχει στερηθεί
να είναι στερημένος, -η, -ο
να έχουν στερηθεί
να είναι στερημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερείτεστερείστε
Aoristστέρησεστερήστε, στερήσετεστερήσουστερηθείτε
Part
izip
Presστερώντας
Perfέχοντας στερήσει, έχοντας στερημένοστερημένος, -η, -οστερημένοι, -ες, -α
InfinAoristστερήσειστερηθεί











Griechische Definition zu στερώ

στερώ [steró] -ούμαι μππ. στερημένος* : 1. (ιδ. για κτ. χρήσιμο ή απαραίτητο) α. ενεργώ, έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να κατέχει κτ. που του ανήκει, που το έχει ανάγκη, που του είναι απαραίτητο: Οι δικτάτορες στερούν την ελευθερία από το λαό. Tου στέρησαν τα πολιτικά του δικαιώματα. στερώ κπ. από κτ.: Mη στερείτε τα άγρια ζώα από το φυσικό τους περιβάλλον. || Οικογένεια που στερείται ακόμα και το ψωμί. Στερήθηκε τον πατέρα σε μικρή ηλικία. || για συναίσθημα: Στερήθηκε την αγάπη της. || (λόγ., με γεν.): Στερούμαι χρημάτων. Aυτό που λες στερείται λογικής. Tα επιχειρήματά του στερούνται λογικής. β. δεν προσφέρω στον εαυτό μου ή και στους άλλους όσα θα εξασφάλιζαν επιθυμητές συνθήκες διαβίωσης: Δε θα στερηθώ εγώ τα βιβλία μου, γιατί εσύ θέλεις να ξοδεύεις τα χρήματα αλλού. Για να μην ξοδέψει χρήματα στερεί τον εαυτό του και την οικογένειά του ακόμα και από τα τελείως απαραίτητα. || (παθ.) δεν έχω κτ., για να το χρησιμοποιώ και ιδίως να το απολαμβάνω: Στερήθηκε τα πάντα για να μπορέσει να σπουδάσει. Στερήθηκα το διάβασμα, δε βρίσκω καιρό για να διαβάσω. || δε χρησιμοποιώ ή δεν απολαμβάνω κτ. που το έχω: Στερείται το γλυκό γιατί δε θέλει να παχύνει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback