rauben
 Verb

κλέβω Verb
(3)
στερώ Verb
(0)
συλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und es ist mein Beruf, von ihnen zu stehlen und zu rauben Gräber! Nein!Και η δική μου δουλειά... είναι να κλέβω, να ληστεύω... τάφους!

Übersetzung nicht bestätigt

Und es ist mein Beruf von ihnen zu stehlen und zu rauben Gräber! Nein, nein, nein, bitte!Και η δική μου δουλειά... είναι να κλέβω, να ληστεύω... τάφους!

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich das verraten würde, würde ich... euch viele Stunden Spaß rauben, den ihr haben könntet, für den magischen,... halbstarken Spottpreis von 24,95 Dollar.Εάν σας το πω, θα είναι σαν να σας κλέβω τις ώρες διασκέδασης που θα μπορούσατε να αποκτήσετε στην εκπληκτική τιμή των 24,95 δολαρίων. Θα πάρω ένα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλέβωκλέβουμε, κλέβομεklebomai">κλέβομαικλεβόμαστε
κλέβειςκλέβετεκλέβεσαικλέβεστε, κλεβόσαστε
κλέβεικλέβουν(ε)κλέβεταικλέβονται
Imper
fekt
έκλεβακλέβαμεκλεβόμουν(α)κλεβόμαστε, κλεβόμασταν
έκλεβεςκλέβατεκλεβόσουν(α)κλεβόσαστε, κλεβόσασταν
έκλεβεέκλεβαν, κλέβαν(ε)κλεβόταν(ε)κλέβονταν, κλεβόντανε, κλεβόντουσαν
Aoristέκλεψακλέψαμεκλέφτηκακλεφτήκαμε
έκλεψεςκλέψατεκλέφτηκεςκλεφτήκατε
έκλεψεέκλεψαν, κλέψαν(ε)κλέφτηκεκλέφτηκαν, κλεφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλέψειέχουμε κλέψειέχω κλεφτείέχουμε κλεφτεί
έχεις κλέψειέχετε κλέψειέχεις κλεφτείέχετε κλεφτεί
έχει κλέψειέχουν κλέψειέχει κλεφτείέχουν κλεφτεί
Plu
per
fekt
είχα κλέψειείχαμε κλέψειείχα κλεφτείείχαμε κλεφτεί
είχες κλέψειείχατε κλέψειείχες κλεφτείείχατε κλεφτεί
είχε κλέψειείχαν κλέψειείχε κλεφτείείχαν κλεφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλέβωθα κλέβουμε, θα κλέβομεθα κλέβομαιθα κλεβόμαστε
θα κλέβειςθα κλέβετεθα κλέβεσαιθα κλέβεστε, θα κλεβόσαστε
θα κλέβειθα κλέβουν(ε)θα κλέβεταιθα κλέβονται
Fut
ur
θα κλέψωθα κλέψουμε, θα κλέψομεθα κλεφτώθα κλεφτούμε
θα κλέψειςθα κλέψετεθα κλεφτείςθα κλεφτείτε
θα κλέψειθα κλέψουν(ε)θα κλεφτείθα κλεφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλέψειθα έχουμε κλέψειθα έχω κλεφτείθα έχουμε κλεφτεί
θα έχεις κλέψειθα έχετε κλέψειθα έχεις κλεφτείθα έχετε κλεφτεί
θα έχει κλέψειθα έχουν κλέψειθα έχει κλεφτείθα έχουν κλεφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλέβωνα κλέβουμε, να κλέβομενα κλέβομαινα κλεβόμαστε
να κλέβειςνα κλέβετενα κλέβεσαινα κλέβεστε, να κλεβόσαστε
να κλέβεινα κλέβουν(ε)να κλέβεταινα κλέβονται
Aoristνα κλέψωνα κλέψουμε, να κλέψομενα κλεφτώνα κλεφτούμε
να κλέψειςνα κλέψετενα κλεφτείςνα κλεφτείτε
να κλέψεινα κλέψουν(ε)να κλεφτείνα κλεφτούν(ε)
Perfνα έχω κλέψεινα έχουμε κλέψεινα έχω κλεφτείνα έχουμε κλεφτεί
να έχεις κλέψεινα έχετε κλέψεινα έχεις κλεφτείνα έχετε κλεφτεί
να έχει κλέψεινα έχουν κλέψεινα έχει κλεφτείνα έχουν κλεφτεί
Imper
ativ
Presκλέβεκλέβετεκλέβεστε
Aoristκλέψεκλέψτε, κλέφτεκλέψουκλεφτείτε
Part
izip
Presκλέβοντας
Perfέχοντας κλέψει
InfinAoristκλέψεικλεφτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερώστερούμεστερούμαιστερούμαστε
στερείςστερείτεστερείσαιστερείστε
στερείστερούν(ε)στερείταιστερούνται
Imper
fekt
στερούσαστερούσαμεστερούμουνστερούμαστε
στερούσεςστερούσατε
στερούσεστερούσαν(ε)στερούνταν, εστερείτοστερούνταν, εστερούντο
Aoristστέρησαστερήσαμεστερήθηκαστερηθήκαμε
στέρησεςστερήσατεστερήθηκεςστερηθήκατε
στέρησεστέρησαν, στερήσαν(ε)στερήθηκεστερήθηκαν, στερηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω στερήσει
έχω στερημένο
έχουμε στερήσει
έχουμε στερημένο
έχω στερηθεί
είμαι στερημένος, -η
έχουμε στερηθεί
είμαστε στερημένοι, -ες
έχεις στερήσει
έχεις στερημένο
έχετε στερήσει
έχετε στερημένο
έχεις στερηθεί
είσαι στερημένος, -η
έχετε στερηθεί
είστε στερημένοι, -ες
έχει στερήσει
έχει στερημένο
έχουν στερήσει
έχουν στερημένο
έχει στερηθεί
είναι στερημένος, -η, -ο
έχουν στερηθεί
είναι στερημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα στερήσει
είχα στερημένο
είχαμε στερήσει
είχαμε στερημένο
είχα στερηθεί
ήμουν στερημένος, -η
είχαμε στερηθεί
ήμαστε στερημένοι, -ες
είχες στερήσει
είχες στερημένο
είχατε στερήσει
είχατε στερημένο
είχες στερηθεί
ήσουν στερημένος, -η
είχατε στερηθεί
ήσαστε στερημένοι, -ες
είχε στερήσει
είχε στερημένο
είχαν στερήσει
είχαν στερημένο
είχε στερηθεί
ήταν στερημένος, -η, -ο
είχαν στερηθεί
ήταν στερημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερώθα στερούμεθα στερούμαιθα στερούμαστε
θα στερείςθα στερείτεθα στερείσαιθα στερείστε
θα στερείθα στερούν(ε)θα στερείταιθα στερούνται
Fut
ur
θα στερήσωθα στερήσουμεθα στερηθώθα στερηθούμε
θα στερήσειςθα στερήσετεθα στερηθείςθα στερηθείτε
θα στερήσειθα στερήσουν(ε)θα στερηθείθα στερηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερήσει
θα έχω στερημένο
θα έχουμε στερήσει
θα έχουμε στερημένο
θα έχω στερηθεί
θα είμαι στερημένος, -η
θα έχουμε στερηθεί
θα είμαστε στερημένοι, -ες
θα έχεις στερήσει
θα έχεις στερημένο
θα έχετε στερήσει
θα έχετε στερημένο
θα έχεις στερηθεί
θα είσαι στερημένος, -η
θα έχετε στερηθεί
θα είστε στερημένοι, -η
θα έχει στερήσει
θα έχει στερημένο
θα έχουν στερήσει
θα έχουν στερημένο
θα έχει στερηθεί
θα είναι στερημένος, -η, -ο
θα έχουν στερηθεί
θα είναι στερημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερώνα στερούμενα στερούμαινα στερούμαστε
να στερείςνα στερείτενα στερείσαινα στερείστε
να στερείνα στερούν(ε)να στερείταινα στερούνται
Aoristνα στερήσωνα στερήσουμε, να στερήσομενα στερηθώνα στερηθούμε
να στερήσειςνα στερήσετενα στερηθείςνα στερηθείτε
να στερήσεινα στερήσουν(ε)να στερηθείνα στερηθούν(ε)
Perfνα έχω στερήσει
να έχω στερημένο
να έχουμε στερήσει
να έχουμε στερημένο
να έχω στερηθεί
να είμαι στερημένος, -η
να έχουμε στερηθεί
να είμαστε στερημένοι, -ες
να έχεις στερήσει
να έχεις στερημένο
να έχετε στερήσει
να έχετε στερημένο
να έχεις στερηθεί
να είσαι στερημένος, -η
να έχετε στερηθεί
να είστε στερημένοι, -ες
να έχει στερήσει
να έχει στερημένο
να έχουν στερήσει
να έχουν στερημένο
να έχει στερηθεί
να είναι στερημένος, -η, -ο
να έχουν στερηθεί
να είναι στερημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερείτεστερείστε
Aoristστέρησεστερήστε, στερήσετεστερήσουστερηθείτε
Part
izip
Presστερώντας
Perfέχοντας στερήσει, έχοντας στερημένοστερημένος, -η, -οστερημένοι, -ες, -α
InfinAoristστερήσειστερηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback