beklauen
 (ugs.)  Verb

κλέβω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du kannst einen anderen Gringo anhauen oder sogar beklauen.Μπορείς να παρακαλέσεις έναν συμπατριώτη σου αμερικάνο.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Mutter beklauen, ist kein richtiger Diebstahl.Αυτός που παίρνει από τη μητέρα του, δεν είναι πάντα κλέφτης.

Übersetzung nicht bestätigt

Darf man Versicherungsunternehmen beklauen?Eívαι σωστό vα κλέβεις τις ασφαλιστικέ ς εταιpíε ς;

Übersetzung nicht bestätigt

Wie soll ein Versager wie ich Sie beklauen?Γιατί πιστεύεις ότι τα έχω εγώ, ο μίζερος;

Übersetzung nicht bestätigt

Schwarze beklauen sich gegenseitig.Οι μαύροι κλέβουν ο ένας τον άλλον.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλέβωκλέβουμε, κλέβομεklebomai">κλέβομαικλεβόμαστε
κλέβειςκλέβετεκλέβεσαικλέβεστε, κλεβόσαστε
κλέβεικλέβουν(ε)κλέβεταικλέβονται
Imper
fekt
έκλεβακλέβαμεκλεβόμουν(α)κλεβόμαστε, κλεβόμασταν
έκλεβεςκλέβατεκλεβόσουν(α)κλεβόσαστε, κλεβόσασταν
έκλεβεέκλεβαν, κλέβαν(ε)κλεβόταν(ε)κλέβονταν, κλεβόντανε, κλεβόντουσαν
Aoristέκλεψακλέψαμεκλέφτηκακλεφτήκαμε
έκλεψεςκλέψατεκλέφτηκεςκλεφτήκατε
έκλεψεέκλεψαν, κλέψαν(ε)κλέφτηκεκλέφτηκαν, κλεφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλέψειέχουμε κλέψειέχω κλεφτείέχουμε κλεφτεί
έχεις κλέψειέχετε κλέψειέχεις κλεφτείέχετε κλεφτεί
έχει κλέψειέχουν κλέψειέχει κλεφτείέχουν κλεφτεί
Plu
per
fekt
είχα κλέψειείχαμε κλέψειείχα κλεφτείείχαμε κλεφτεί
είχες κλέψειείχατε κλέψειείχες κλεφτείείχατε κλεφτεί
είχε κλέψειείχαν κλέψειείχε κλεφτείείχαν κλεφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλέβωθα κλέβουμε, θα κλέβομεθα κλέβομαιθα κλεβόμαστε
θα κλέβειςθα κλέβετεθα κλέβεσαιθα κλέβεστε, θα κλεβόσαστε
θα κλέβειθα κλέβουν(ε)θα κλέβεταιθα κλέβονται
Fut
ur
θα κλέψωθα κλέψουμε, θα κλέψομεθα κλεφτώθα κλεφτούμε
θα κλέψειςθα κλέψετεθα κλεφτείςθα κλεφτείτε
θα κλέψειθα κλέψουν(ε)θα κλεφτείθα κλεφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλέψειθα έχουμε κλέψειθα έχω κλεφτείθα έχουμε κλεφτεί
θα έχεις κλέψειθα έχετε κλέψειθα έχεις κλεφτείθα έχετε κλεφτεί
θα έχει κλέψειθα έχουν κλέψειθα έχει κλεφτείθα έχουν κλεφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλέβωνα κλέβουμε, να κλέβομενα κλέβομαινα κλεβόμαστε
να κλέβειςνα κλέβετενα κλέβεσαινα κλέβεστε, να κλεβόσαστε
να κλέβεινα κλέβουν(ε)να κλέβεταινα κλέβονται
Aoristνα κλέψωνα κλέψουμε, να κλέψομενα κλεφτώνα κλεφτούμε
να κλέψειςνα κλέψετενα κλεφτείςνα κλεφτείτε
να κλέψεινα κλέψουν(ε)να κλεφτείνα κλεφτούν(ε)
Perfνα έχω κλέψεινα έχουμε κλέψεινα έχω κλεφτείνα έχουμε κλεφτεί
να έχεις κλέψεινα έχετε κλέψεινα έχεις κλεφτείνα έχετε κλεφτεί
να έχει κλέψεινα έχουν κλέψεινα έχει κλεφτείνα έχουν κλεφτεί
Imper
ativ
Presκλέβεκλέβετεκλέβεστε
Aoristκλέψεκλέψτε, κλέφτεκλέψουκλεφτείτε
Part
izip
Presκλέβοντας
Perfέχοντας κλέψει
InfinAoristκλέψεικλεφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback