aberkennen
 Verb

στερώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dass Sie seine Titel aberkennen, wenn er nicht kooperiert?Ότι θα του αφαιρέσεις τις τιμιτικές διακρίσεις του, αν δεν συνεργαζόταν;

Übersetzung nicht bestätigt

Plus Ich denke die werden dir den Titel aberkennen. Was? Yeah, wenn du verurteilt wirst.Και πρόκειται να σου πάρουν τον τίτλο, αν καταδικαστείς.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn du bei nur einem Menschen zulässt, dass ihm seine Rechte aberkannt werden, dann bitte nicht um Hilfe, wenn sie dir deine aberkennen wollen.Μόνο σε ένα άνθρωπο, αν αφαιρέσεις τα δικαιώματα του, τότε φίλε μου, δε μπορείς να διεκδικήσεις τα δικά σου δικαιώματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst mir helfen, die Kräfte der Dunkelheit zu bekämpfen und ihnen ihren Preis für immer aberkennen.Πρέπει να με βοηθήσεις να συντρίψω τις δυνάμεις του ερέβους και να τους αρνηθώ το τρόπαιό τους για πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Beschluss, den Gerichtshof anzurufen, um das betreffende Mitglied seines Amtes zu entheben oder ihm seine Ruhegehaltsansprüche oder vergleichbare Vorteile aberkennen zu lassen, ergeht in geheimer Abstimmung mit Vierfünftelmehrheit der Stimmen der Mitglieder des Hofes.Η απόφαση για προσφυγή στο Δικαστήριο προκειμένου ένα Μέλος να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του ή/και να κηρυχθεί έκπτωτο του δικαιώματός του για συνταξιοδότηση ή για άλλα αντ' αυτού ωφελήματα, λαμβάνεται, με μυστική ψηφοφορία, κατά πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των Μελών του Συνεδρίου.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
aberkennen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερώστερούμεστερούμαιστερούμαστε
στερείςστερείτεστερείσαιστερείστε
στερείστερούν(ε)στερείταιστερούνται
Imper
fekt
στερούσαστερούσαμεστερούμουνστερούμαστε
στερούσεςστερούσατε
στερούσεστερούσαν(ε)στερούνταν, εστερείτοστερούνταν, εστερούντο
Aoristστέρησαστερήσαμεστερήθηκαστερηθήκαμε
στέρησεςστερήσατεστερήθηκεςστερηθήκατε
στέρησεστέρησαν, στερήσαν(ε)στερήθηκεστερήθηκαν, στερηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω στερήσει
έχω στερημένο
έχουμε στερήσει
έχουμε στερημένο
έχω στερηθεί
είμαι στερημένος, -η
έχουμε στερηθεί
είμαστε στερημένοι, -ες
έχεις στερήσει
έχεις στερημένο
έχετε στερήσει
έχετε στερημένο
έχεις στερηθεί
είσαι στερημένος, -η
έχετε στερηθεί
είστε στερημένοι, -ες
έχει στερήσει
έχει στερημένο
έχουν στερήσει
έχουν στερημένο
έχει στερηθεί
είναι στερημένος, -η, -ο
έχουν στερηθεί
είναι στερημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα στερήσει
είχα στερημένο
είχαμε στερήσει
είχαμε στερημένο
είχα στερηθεί
ήμουν στερημένος, -η
είχαμε στερηθεί
ήμαστε στερημένοι, -ες
είχες στερήσει
είχες στερημένο
είχατε στερήσει
είχατε στερημένο
είχες στερηθεί
ήσουν στερημένος, -η
είχατε στερηθεί
ήσαστε στερημένοι, -ες
είχε στερήσει
είχε στερημένο
είχαν στερήσει
είχαν στερημένο
είχε στερηθεί
ήταν στερημένος, -η, -ο
είχαν στερηθεί
ήταν στερημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερώθα στερούμεθα στερούμαιθα στερούμαστε
θα στερείςθα στερείτεθα στερείσαιθα στερείστε
θα στερείθα στερούν(ε)θα στερείταιθα στερούνται
Fut
ur
θα στερήσωθα στερήσουμεθα στερηθώθα στερηθούμε
θα στερήσειςθα στερήσετεθα στερηθείςθα στερηθείτε
θα στερήσειθα στερήσουν(ε)θα στερηθείθα στερηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερήσει
θα έχω στερημένο
θα έχουμε στερήσει
θα έχουμε στερημένο
θα έχω στερηθεί
θα είμαι στερημένος, -η
θα έχουμε στερηθεί
θα είμαστε στερημένοι, -ες
θα έχεις στερήσει
θα έχεις στερημένο
θα έχετε στερήσει
θα έχετε στερημένο
θα έχεις στερηθεί
θα είσαι στερημένος, -η
θα έχετε στερηθεί
θα είστε στερημένοι, -η
θα έχει στερήσει
θα έχει στερημένο
θα έχουν στερήσει
θα έχουν στερημένο
θα έχει στερηθεί
θα είναι στερημένος, -η, -ο
θα έχουν στερηθεί
θα είναι στερημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερώνα στερούμενα στερούμαινα στερούμαστε
να στερείςνα στερείτενα στερείσαινα στερείστε
να στερείνα στερούν(ε)να στερείταινα στερούνται
Aoristνα στερήσωνα στερήσουμε, να στερήσομενα στερηθώνα στερηθούμε
να στερήσειςνα στερήσετενα στερηθείςνα στερηθείτε
να στερήσεινα στερήσουν(ε)να στερηθείνα στερηθούν(ε)
Perfνα έχω στερήσει
να έχω στερημένο
να έχουμε στερήσει
να έχουμε στερημένο
να έχω στερηθεί
να είμαι στερημένος, -η
να έχουμε στερηθεί
να είμαστε στερημένοι, -ες
να έχεις στερήσει
να έχεις στερημένο
να έχετε στερήσει
να έχετε στερημένο
να έχεις στερηθεί
να είσαι στερημένος, -η
να έχετε στερηθεί
να είστε στερημένοι, -ες
να έχει στερήσει
να έχει στερημένο
να έχουν στερήσει
να έχουν στερημένο
να έχει στερηθεί
να είναι στερημένος, -η, -ο
να έχουν στερηθεί
να είναι στερημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερείτεστερείστε
Aoristστέρησεστερήστε, στερήσετεστερήσουστερηθείτε
Part
izip
Presστερώντας
Perfέχοντας στερήσει, έχοντας στερημένοστερημένος, -η, -οστερημένοι, -ες, -α
InfinAoristστερήσειστερηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback