{το}  πείσμα Subst.  [pisma, peisma]

{die}    Subst.
(37)
{der}    Subst.
(22)
(4)
{die}    Subst.
(1)
(0)

Etymologie zu πείσμα

πείσμα mittelgriechisch Koine-Griechisch πεῖσμα πείθω + -μα


GriechischDeutsch
Κατά τη γνώμη μου, το πείσμα και των δύο πλευρών απέτρεψε την επιτυχή κατάληξη κατά την τελευταία προσπάθεια.Meines Erachtens war es Sturheit auf beiden Seiten, die in der letzten Zeit den erfolgreichen Abschluss eines Abkommens verhindert hat.

Übersetzung bestätigt

Ίσως επειδή αναγνωρίζω το πείσμα, όπως θα το χαρακτήριζε ο σύζυγός μου, στην επιμονή σας να συζητηθούν αυτά τα θέματα στο παρόν Κοινοβούλιο, αισθάνομαι επίσης πολύ άνετα και έχω αναπτύξει άριστη συνεργασία με όλους σας.Vielleicht kommt es daher, dass ich in Ihrem Bestehen auf der Behandlung dieser Themen im Parlament erkenne, was mein Mann Sturheit nennen würde, dass ich mich mit Ihnen sehr wohl fühle und mit Ihnen allen eine ausgezeichnete Zusammenarbeit aufgebaut habe.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, είναι σαφές ότι αν τα δύο κύρια κόμματα στη χώρα εμμείνουν στο πείσμα τους, τότε αυτός ο στόχος δεν θα επιτευχθεί ποτέ.Wenn jedoch die zwei Hauptparteien in dem Land auf ihrer Sturheit beharren, dann kann dieses Ziel ganz klar niemals erreicht werden.

Übersetzung bestätigt

Η υπηρεσία ασφαλείας πιστοποίησε τη σύλληψη και τον τόπο κράτησης και ανέφερε ως αιτία της σύλληψης το πείσμα.Der Sicherheitsdienst hat die Verhaftung und den Aufenthaltsort bestätigt, und als Grund für die Verhaftung Sturheit angegeben.

Übersetzung bestätigt

Όμως, σε πείσμα του, που τον είχε καταληφθεί από τότε που είχε γίνει ένας υπηρέτης, ο επέμενε πάντα στη διαμονή ακόμη περισσότερο από το τραπέζι, αν και τακτικά έπεσε κοιμάται και στη συνέχεια θα μπορούσε να επικρατήσει κατόπιν με τη μεγαλύτερη δυσκολία στο εμπόριο καρέκλα του για το κρεβάτι.Aber in seiner Sturheit hatte, die ihn gepackt seit er hatte einen Diener, er bestand immer bleiben noch länger am Tisch, obwohl er fiel regelmäßig eingeschlafen und dann konnte nur durchgesetzt werden auf mit den größten Schwierigkeiten zu seinem Stuhl für das Bett Handel.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu πείσμα

πείσμα το [pízma] : το να επιμένει κάποιος σε ορισμένη γνώμη, επιδίωξη κτλ., με τρόπο ανένδοτο ή συνήθ. και παράλογο· ανένδοτη, ανυποχώρητη ή και παράλογη επιμονή· γινάτι, ισχυρογνωμοσύνη: Ήξερε πως είχε άδικο, αλλά από πείσμα δεν υποχωρούσε. Aγανάκτησα με το πείσμα του. Γαϊδουρινό / μουλαρίσιο πείσμα, υπερβολικό. Έχει πείσμα, είναι πεισματάρης. πείσμα, επίμονα, πεισματικά. (έκφρ.) με πιάνει (το) πείσμα, πεισματώνω. σε πείσμα κάποιου, επιμένοντας πεισματικά παρά την αντίθετη γνώμη του: Σε πείσμα όλων αυτή πέτυχε το σκοπό της. ας είναι καλά το πείσμα σου / του, προς κπ. που έδειξε υπερβολική επιμονή και δεν κάμφθηκε στις πιέσεις μου: Tέλος πάντων· κάνε ό,τι θέλεις κι ας είναι καλά το πείσμα σου. ΦΡ το βάζω πείσμα, επιμένω πολύ· ΣYN ΦΡ το βάζω γινάτι: Tο ΄βαλε πείσμα και θα το πετύχει. Άμα το βάλει πείσμα δεν αλλάζει ό,τι και να του πεις. || (πληθ.): Kάνει πείσματα, νάζια.

[ελνστ. πεῖσμα `πεποίθηση, σταθερή πρόθεση΄, μσν. σημ.: `επιμονή΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback