όλος Adj.  [olos]

(213)
  Adj.
(190)

Etymologie zu όλος

όλος altgriechisch ὅλος indoeuropäisch (Wurzel) *solwos


GriechischDeutsch
Ο κυβερνήτης εξασφαλίζει ότι πριν την απογείωση και την προσγείωση και όποτε κρίνεται απαραίτητο για λόγους ασφαλείας, όλος ο εξοπλισμός και οι αποσκευές έχουν ασφαλιστεί κατάλληλα.Der Kommandant hat sicherzustellen, dass vor dem Start, der Landung und wenn es aus Sicherheitsgründen erforderlich ist, alle Ausrüstungsgegenstände und das gesamte Gepäck ordnungsgemäß gesichert sind.

Übersetzung bestätigt

Vicugna vicugna (II) (Μόνο οι πληθυσμοί της Αργεντινής [1] [ο πληθυσμός των επαρχιών Jujuy και Catamarca και οι ημι-αιχμάλωτοι πληθυσμοί των επαρχιών Jujuy, Salta, Catamarca, La Rioja και San Juan] της Βολιβίας [2] [όλος ο πληθυσμός]· της Χιλής [3] [πληθυσμός της Primera Región]· του Περού [4] [όλος ο πληθυσμός]· όλοι οι υπόλοιποι πληθυσμοί περιλαμβάνονται στο παράρτημα A)Vicugna vicugna (II) (Nur die Populationen von Argentinien [1] [Population der Provinzen Jujuy und Catamarca und die halbwilden Populationen der Provinzen Jujuy, Salta, Catamarca, La Rioja und San Juan], Bolivien [2] [die gesamte Population], Chile [3] [Population der Primera Región] und Peru [4] [die gesamte Population]; alle anderen Populationen sind in Anhang A aufgeführt.)

Übersetzung bestätigt

Ο κυβερνήτης εξασφαλίζει ότι πριν την απογείωση και την προσγείωση, και όποτε κρίνεται απαραίτητο για λόγους ασφαλείας, όλος ο εξοπλισμός και οι αποσκευές έχουν ασφαλιστεί κατάλληλα.Der Kommandant hat sicherzustellen, dass vor dem Start, der Landung und wenn es aus Sicherheitsgründen erforderlich ist, alle Ausrüstungsgegenstände und das gesamte Gepäck ordnungsgemäß gesichert sind.

Übersetzung bestätigt

χρηματοοικονομικοί πόροι για τις δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες ώστε η εκπομπή τους να είναι εφικτή μέσω όλων των τρόπων μετάδοσης προκειμένου να καλύπτεται όλος ο πληθυσμός.Finanzmittel für die öffentlichen Rundfunkanstalten, damit diese über alle Übertragungswege senden und somit die gesamte Bevölkerung erreichen können.

Übersetzung bestätigt

Το παράρτημα III μέρος E σημείο 3 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 προβλέπει παρέκκλιση από την υποχρέωση βάσει της οποίας όλος ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στις μονάδες για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών οι οποίες υπάγονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου πρέπει να είναι τελείως χωριστός από τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών που δεν υπάγονται στον κανονισμό αυτό.Anhang III Abschnitt E Nummer 3 Absatz 2 der Verordnung (EWG) Nr. 2092/91 sieht eine Abweichung von der Verpflichtung vor, dass alle Anlagen zur Aufbereitung der unter die Verordnung (EWG) Nr. 2092/91 fallenden Mischfuttermittel von den Anlagen für nicht unter diese Verordnung fallende Mischfuttermittel getrennt sein müssen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu όλος.



Griechische Definition zu όλος

όλος, επίθ.· ούλος· γεν. εν. αρσ., ουδ. ολονού· ολουνού· θηλ. οληνής· αιτιατ. εν. αρσ. όλονο· γεν. πληθ. 'λωνών· ολουνών· ολών· ολωνώ· ολωνών· ολωνώνε· αιτιατ. πληθ. ολουνούς.

1) Ολόκληρος
 
α1) (χωρίς άρθρο πριν από άναρθρο ουσ.):
χέρι ολονού λαού (Πεντ. Δευτ. XVII 7
α2) (με προηγ. άρθρο):
(Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 319), (Καλλίμ. 564
α3) (πριν ή ύστερα από έναρθρ. ουσ.):
έτρεξεν ούλη η χώρα (Βουστρ. M 212
ετρόμαξεν το νησίν ούλο (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά
α4) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.):
η Περηφανειά … όλο τον κόσμο ομάδι αναμιγίζει (Ερωφ. Χορ. β́ 511· Τζάνε, Κατάν. 22
α5) (με επανάληψη του άρθρου):
υπέρ της όλης της υμετέρας χώρας (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 429
 
β1) (προκ. για πρόσωπο) που αφορά όλη του την υπόσταση:
Ο πατήρ του … όλος εγένετο χαράς (Διγ. Z 2149· Πανώρ. Ά 199
β2) (προκ. για ποταμό):
ο ποταμός κοκκίνησε κι έγινεν όλος αίμα (Κορων., Μπούας 38).
2) (Επιρρ. πριν από επίθ. ως επιτ. της σημασίας του) πολύ:
Η Βασίλισσα είναι όλη εύσπλαγχνος (Μπερτόλδος 23· Λίβ. Esc. 1099).
3) (Στον πληθ., για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων) όλοι
α) (πριν από έναρθρ. ουσ.):
(Ερωφ. Ά 42
όλα τα κακά κι οι παιδωμές μ’ ευρήκα (Ερωφ. Γ́ 16
β) (μετά το έναρθρ. ουσ.):
να έλθουσιν οι ιερείς όλοι (Ιμπ. 689
γ) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.) όλοι μαζί:
(Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 89
όλα τα έθνη ομάδι (Ζήν. Έ 185
δ) (με προηγ. το άρθρο):
μετά το ερωτηθήναι οι όλοι μάρτυρες (Ελλην. νόμ. 57530
ε) (μετά το ουσ. με επανάληψη του άρθρου):
τα μικρά στρουθόπουλα τα όλα να μισεύουν (Πουλολ. 374).
4) (Στον πληθ. ως ουσ.) όλοι οι άνθρωποι, σύνολο ατόμων ή πραγμάτων
α) (έναρθρ.):
Οι πάντες τον ζηλεύουσιν, οι όλοι τον τιμούσιν (Σπαν. O 160
β) (χωρίς άρθρο):
το πρόσωπον όλα τα φανερώνει (Ερωτόκρ. Ά 1956
γ) (με τους εγκλιτικούς τύπους της προσωπ. αντων. μας, σας, τους, τως):
να σασε δούσιν όλες σας τα μάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Πανώρ. Πρόλ. 23
δ) (με επόμ. τα επιρρ. αντάμα και ομάδι επιτ.) όλοι μαζί:
(Μαχ. 45632), (Πανώρ. Έ 421
ε) (με επόμ. γεν. ουσ. προκ. να δηλωθεί το σύνολο από αυτό που δηλώνει το ουσ.):
ούλοι του φουσσάτου επήγαν εις την Αμόχουστον (Μαχ. 51623).
Το θηλ. στη γεν. εν., επιρρ. = συνεχώς:
παιδίον … όλης παίζον (Sprachlehre 91).
Το ουδ. ως ουσ. =
1)
α) Το σύνολο:
(Λίβ. N 2134
έδωσα εσάς το όλο (Πεντ. Γέν. IX 3
(σε αιτιατ. της αναφοράς):
τυραννίσματα πολλά, αρίθμητα το όλον (Θρ. Κων/π. (Mich.) 62
β) (στον πληθ. επιτ. με προηγ. την αντων. πάντα):
είδε τα πάντα όλα (Σουμμ., Ρεμπελ. 168· Χούμνου, Κοσμογ. 1498
γ) (χωρίς άρθρο):
έδωσεν αυτουνού δέκατο από όλο (Πεντ. Γέν. XIV 20· Σταφ., Ιατροσ. 371
(εδώ για σύνολο υπαρχόντων, περιουσίας):
θέλεις γένει κληρονόμος εις όλον (Μπερτόλδος 62).
2) Ο αντικειμενικός σκοπός, το σπουδαιότερο πράγμα, το παν:
το δε όλον ήτονε ίνα διώξῃ παντελώς εκείθεν τους Σιναΐτας (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 220).
Εκφρ.
1) Διά όλων = ολοκληρωτικά:
(Κορων., Μπούας 132).
2) Δι’ όλης νυκτός και ημέρας = συνεχώς, ασταμάτητα:
(Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 90).
3) Μεθ’ όλης της καρδίας = «με όλη μου την καρδιά» (πβ. καρδία 8):
(Αχιλλ. (Smith) N 914.)>
4) Με προηγ. την πρόθ. με (μ’) και στις εκφρ. με (μ’) όλ(α) αυτά ή αυτείνα, κείνα, τούτα, με (μ’) όλον εκείνο ή (ε)τούτο(ν), απού, (ο)πού, τούτο οπού, τούτον όλον, τούτο όλον οπού, ούλο ετούτο, βλ. μετά 19β.
5) Όλον καιρόν = συνέχεια:
(Κυπρ. ερωτ. 1252).
6) Όλος εξ ολοκλήρου = (επιτ.) όλος μαζί, ολόκληρος:
(Βίος Αλ. 4844).
7) Ούλοι οι περίτου = οι περισσότεροι:
(Μαχ. 19622).
8) Σ’ όλον το ύστερον = τελικά:
(Θρ. Κύπρ. Μ 287).
9) (Το) όλο ος = όλα (όσα):
(Πεντ. Δευτ. XXIX 1), (Αρ. IX 5).
[αρχ. επίθ. όλος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Οι γεν. πληθ. ολουνών και ολών και η αιτιατ. πληθ. ολουνούς, καθώς και ολωνούς, και σήμ. ποντ. Η γεν. πληθ. ολωνών και σήμ. Τ. ούλλος. και ούλους σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback