{ο}  νους Subst.  [nus, noys]

{der}    Subst.
(66)
{der}    Subst.
(46)
{die}    Subst.
(1)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu νους

νους altgriechisch νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος


GriechischDeutsch
Όλα αυτά γίνονται εν ονόματι της κοινωνικής λειτουργίας του αθλητισμού, "νους υγιή εν σώματι υγιεί", σε σημείο τέτοιο ώστε η Συνθήκη του Αμστερνταμ να συμπεριλάβει μια δήλωση σχετικά με τον αθλητισμό όπου υπογραμμίζεται ο "ρόλος διαμόρφωσης ταυτότητας και προσέγγισης των ανθρώπων".All das geschieht im Namen der sozialen Funktion des Sports, die den gesunden Geist und den gesunden Körper fördert, so dass dem Amsterdamer Vertrag eine Erklärung beigefügt wird, um die Rolle hervorzuheben, "die dem Sport bei der Identitätsfindung und der Begegnung der Menschen zukommt ".

Übersetzung bestätigt

Κατά τον τρόπο αυτόν, μπορεί να μην καταφέρουμε να αναβιώσουμε το σπαρτιατικό ιδεώδες που αποτυπώνεται στο ρητό νους υγιής εν σώματι υγιεί, με την αυθεντική του σημασία, αλλά θα συμβάλουμε πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε μια απλή έκθεση.Auch wenn wir vielleicht nicht das Ideal der Spartaner mens sana in corporare sano, ein gesunder Geist in einem gesunden Körper, in seiner ursprünglichen Bedeutung wieder herstellen können, tun wir doch viel mehr, als es ein Bericht könnte.

Übersetzung bestätigt

Ο ρυθμός της ζωής είναι συχνά ξέφρενος, ο νους μας είναι πάντα απασχολημένος, και κάνουμε συνέχεια κάτι.Die Geschwindigkeit des Alltags ist oft hektisch, unser Geist immer beschäftigt, und wir machen immer irgendetwas.

Übersetzung nicht bestätigt

Μία πρόσφατη έρευνα στο Χάρβαρντ έδειξε πως κατά μέσο όρο ο νους μας είναι χαμένος στις σκέψεις περίπου 47% του χρόνου.Einer kürzlich erschienenen Harvard-Studie zufolge verliert sich unser Geist durchschnittlich fast 47 % der Zeit in Gedanken.

Übersetzung nicht bestätigt

Και αν αρχίσουμε να παρατηρούμε τι κάνει ο νους με αυτό τον τρόπο, θα αρχίσουμε να απελευθερωνόμαστε από τα σενάρια και τις πλοκές του.Nur wenn wir lernen, den Geist auf diese Art zu beobachten, können wir gleichzeitig diese Geschichten und Gedankenmuster loslassen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu νους.





Singular

Plural

Nominativder Verstand

Genitivdes Verstands
des Verstandes

Dativdem Verstand
dem Verstande

Akkusativden Verstand




Singular

Plural

Nominativdie Vernunft

Genitivder Vernunft

Dativder Vernunft

Akkusativdie Vernunft




Singular

Plural

Nominativdie Ratio

Genitivder Ratio

Dativder Ratio

Akkusativdie Ratio




Griechische Definition zu νους

νους ο [nús] Ο15α : ΣYN μυαλό. 1α. η ανώτερη δύναμη για γνώση, από την οποία εκπηγάζει η νόηση, σε αντιδιαστολή προς την αίσθηση και τη βούληση· διάνοια: Ο (ανθρώπινος) νους δεν μπορεί να συλλάβει το μυστήριο της δημιουργίας. Ο άνθρωπος υπέταξε τη φύση με τη δύναμη του νου του. Οι πνευματικές ασκήσεις οξύνουν το νου. Tο θείο το προσεγγίζουμε με το νου και με την ψυχή. Έρχεται κτ. / φέρνω κτ. στο νου μου, το σκέφτομαι. Mου εντυπώνεται κτ. στο νου, το θυμάμαι καλά. Ο νους μου γυρίζει στα παλιά, αναπολώ. || Επιστημονικός / φιλοσοφικός νους, η ιδιαίτερη ικανότητα του νου σε κάποιον τομέα της γνώσης. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ για να δηλώσει: β1. λογική σκέψη: ο κοινός νους, η δυνατότητα ορθής σκέψης που διαθέτει ο μέσος άνθρωπος: Aρκεί ο κοινός νους για να καταλάβεις ότι… κτ. δεν το χωράει* ο νους μου. του λείπει* ο νους / το μυαλό. χάνω το νου μου για κπ. / κάποιος μου παίρνει το νου, για παράφορο έρωτα: Έχασε το νου του, μόλις την είδε. Tου έχει πάρει το νου μια γυναίκα. σαλεύει ο νους μου, τρελαίνομαι. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η γνώση*. β2. προσήλωση ή εμμονή της σκέψης σε κτ.: λέω* με το νου μου. ο νους μου είναι κοντά σε κπ., τον σκέφτομαι συνεχώς. ο νους μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ., σκέφτομαι ή θεωρώ πιθανό κπ. ή κτ.: Ο νους του πηγαίνει στο κακό. Δεν πήγε ο νους μου σ΄ εσένα / ότι θα με ζητούσες. φεύγει ο νους μου από κπ. / από κτ., ξεχνώ, παύει να με απασχολεί κάποιος ή κτ. τρέχει* / ταξιδεύει* ο νους μου. ξεδίνει* ο νους μου. βγάζω κπ. / κτ. από το νου μου, παύω να ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. βγάζω κτ. από το νου μου, εφευρίσκω, επινοώ. βά ζω κτ. στο νου μου, βάζω ένα στόχο ή κάνω μια υπόθεση: Όταν βάλει κά τι στο νου του, δεν του το βγάζεις με τίποτε. Mη βάζεις στο νου σου το κακό. βάζω κτ. με το νου μου, θεωρώ κτ. ενδεχόμενο: Δεν έβαλα με το νου μου ότι θα έλειπες. έχω στο νου μου, σκέφτομαι κπ. ή κτ. ή σκοπεύω να…: Σε είχα στο νου μου όλη την ημέρα. Έχω στο νου μου να του γρά ψω. ό,τι βάλει ο νους σου / ο νους του ανθρώπου, τα πάντα: Στην αγορά βρίσκεις ό,τι βάλει ο νους σου. ο νους του στο κεχρί*. έχω το νου μου σε κπ. / σε κτ., προσέχω να μην του συμβεί κτ.: Nα έχεις το νου σου στο παιδί. Έχω το νου μου, μην ανησυχείς! το νου σου!, πρόσεχε: Tο νου σου στο παιδί! Tο νου σου μη σε γελάσει! (λόγ.) έχω κατά νουν, σκοπεύω να… ή το έχω υπόψη μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback