κρύβω Verb  [krivo, krybw]

  Verb
(49)
  Verb
(49)
  Verb
(18)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κρύβω

κρύβω κληρονομημένη von Koine-Griechisch κρύβω altgriechisch κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]


GriechischDeutsch
Λόρα, περάσαμε ωραία μαζί, αλλά δεν θέλω να το κρύβω.Laura, ich genieße unsere gemeinsame Zeit, aber ich will es nicht verstecken.

Übersetzung nicht bestätigt

Όμως, είχα την ικανότητα να το κρύβω κι εξωτερικά έμοιαζα ως ένα άτομο που έχει τη δυνατότητα να ελπίζει και να φιλοδοξεί για τα πάντα.Aber ich war geschickt darin es zu verstecken und von außen schien ich wie jemand, der auf alles hoffen und alles erreichen konnte.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κρύβω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρύβωκρύβουμε, κρύβομεκρύβομαικρυβόμαστε
κρύβειςκρύβετεκρύβεσαικρύβεστε, κρυβόσαστε
κρύβεικρύβουν(ε)κρύβεταικρύβονται
Imper
fekt
έκρυβακρύβαμεκρυβόμουν(α)κρυβόμαστε, κρυβόμασταν
έκρυβεςκρύβατεκρυβόσουν(α)κρυβόσαστε, κρυβόσασταν
έκρυβεέκρυβαν, κρύβαν(ε)κρυβόταν(ε)κρύβονταν, κρυβόντανε, κρυβόντουσαν
Aoristέκρυψακρύψαμεκρύφτηκακρυφτήκαμε
έκρυψεςκρύψατεκρύφτηκεςκρυφτήκατε
έκρυψεέκρυψαν, κρύψαν(ε)κρύφτηκεκρύφτηκαν, κρυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κρύψει
έχω κρυμμένο
έχουμε κρύψει
έχουμε κρυμμένο
έχω κρυφτεί
είμαι κρυμμένος, -η
έχουμε κρυφτεί
είμαστε κρυμμένοι, -ες
έχεις κρύψει
έχεις κρυμμένο
έχετε κρύψει
έχεις κρυμμένο
έχεις κρυφτεί
είσαι κρυμμένος, -η
έχετε κρυφτεί
είστε κρυμμένοι, -ες
έχει κρύψει
έχει κρυμμένο
έχουν κρύψει
έχουν κρυμμένο
έχει κρυφτεί
είναι κρυμμένος, -η, -ο
έχουν κρυφτεί
είναι κρυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κρύψει
είχα κρυμμένο
είχαμε κρύψει
είχαμε κρυμμένο
είχα κρυφτεί
ήμουν κρυμμένος, -η
είχαμε κρυφτεί
ήμαστε κρυμμένοι, -ες
είχες κρύψει
είχες κρυμμένο
είχατε κρύψει
είχατε κρυμμένο
είχες κρυφτεί
ήσουν κρυμμένος, -η
είχατε κρυφτεί
ήσαστε κρυμμένοι, -ες
είχε κρύψει
είχε κρυμμένο
είχαν κρύψει
είχαν κρυμμένο
είχε κρυφτεί
ήταν κρυμμένος, -η, -ο
είχαν κρυφτεί
ήταν κρυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρύβωθα κρύβουμε, θα κρύβομεθα κρύβομαιθα κρυβόμαστε
θα κρύβειςθα κρύβετεθα κρύβεσαιθα κρύβεστε, θα κρυβόσαστε
θα κρύβειθα κρύβουν(ε)θα κρύβεταιθα κρύβονται
Fut
ur
θα κρύψωθα κρύψουμε, θα κρύψομεθα κρυφτώθα κρυφτούμε
θα κρύψειςθα κρύψετεθα κρυφτείςθα κρυφτείτε
θα κρύψειθα κρύψουν(ε)θα κρυφτείθα κρυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρύψει
θα έχω κρυμμένο
θα έχουμε κρύψει
θα έχουμε κρυμμένο
θα έχω κρυφτεί
θα είμαι κρυμμένος, -η
θα έχουμε κρυφτεί
θα είμαστε κρυμμένοι, -ες
θα έχεις κρύψει
θα έχεις κρυμμένο
θα έχετε κρύψει
θα έχετε κρυμμένο
θα έχεις κρυφτεί
θα είσαι κρυμμένος, -η
θα έχετε κρυφτεί
θα είστε κρυμμένοι, -ες
θα έχει κρύψει
θα έχει κρυμμένο
θα έχουν κρύψει
θα έχουν κρυμμένο
θα έχει κρυφτεί
θα είναι κρυμμένος, -η, -ο
θα έχουν κρυφτεί
θα είναι κρυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρύβωνα κρύβουμε, να κρύβομενα κρύβομαινα κρυβόμαστε
να κρύβειςνα κρύβετενα κρύβεσαινα κρύβεστε, να κρυβόσαστε
να κρύβεινα κρύβουν(ε)να κρύβεταινα κρύβονται
Aoristνα κρύψωνα κρύψουμε, να κρύψομενα κρυφτώνα κρυφτούμε
να κρύψειςνα κρύψετενα κρυφτείςνα κρυφτείτε
να κρύψεινα κρύψουν(ε)να κρυφτείνα κρυφτούν(ε)
Perfνα έχω κρύψει
να έχω κρυμμένο
να έχουμε κρύψει
να έχουμε κρυμμένο
να έχω κρυφτεί
να είμαι κρυμμένος, -η
να έχουμε κρυφτεί
να είμαστε κρυμμένοι, -ες
να έχεις κρύψει
να έχεις κρυμμένο
να έχετε κρύψει
να έχετε κρυμμένο
να έχεις κρυφτεί
να είσαι κρυμμένος, -η
να έχετε κρυφτεί
να είστε κρυμμένοι, -ες
να έχει κρύψει
να έχει κρυμμένο
να έχουν κρύψει
να έχουν κρυμμένο
να έχει κρυφτεί
να είναι κρυμμένος, -η, -ο
να έχουν κρυφτεί
να είναι κρυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρύβεκρύβετεκρύβεστε
Aoristκρύψεκρύψτε, κρύφτεκρύψουκρυφτείτε
Part
izip
Presκρύβοντας
Perfέχοντας κρύψει, έχοντας κρυμμένοκρυμμένος, -η, -οκρυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρύψεικρυφτεί













Griechische Definition zu κρύβω

κρύβω [krívo] -ομαι : 1α. τοποθετώ κτ. σε μέρος αθέατο, με σκοπό να μην μπορεί να το βρει κάποιος: Πού τα ΄χεις κρυμμένα τα λεφτά; Έκρυψε το γλυκό στο ντουλάπι. Ο σκύλος πήγε να κρύψει το κόκαλο. || (προφ.) φυλάω κτ. για να το προστατέψω (από φθορά, κατανάλωση κτλ.): Έχω κρύψει το καλό σερβίτσιο. Σου ΄κρυψα λίγο γλυκό. || (για πρόσ.): Kρύψου πίσω από την πόρτα! Kαλύτερα να κρυφτείς για λίγο. Kρύβεται για να καπνίσει. Έμεινε μήνες κρυμμένος. κρύβω κπ. από την αστυνομία / κρύβω έναν κατάσκοπο / εγκληματία, του παρέχω καταφύγιο για να αποφύγει τη σύλληψη. β. καλύπτω κτ. για να εμποδίσω τους άλλους να το δουν: Προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του. Έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του, συνήθ. από ντροπή. ΦΡ κρύβω τα χαρτιά* μου. άσος* κρυμμένος στο μανίκι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback