verstecken
 Verb

κρύβω Verb
(49)
χώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Laura, ich genieße unsere gemeinsame Zeit, aber ich will es nicht verstecken.Λόρα, περάσαμε ωραία μαζί, αλλά δεν θέλω να το κρύβω.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber ich war geschickt darin es zu verstecken und von außen schien ich wie jemand, der auf alles hoffen und alles erreichen konnte.Όμως, είχα την ικανότητα να το κρύβω κι εξωτερικά έμοιαζα ως ένα άτομο που έχει τη δυνατότητα να ελπίζει και να φιλοδοξεί για τα πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρύβωκρύβουμε, κρύβομεκρύβομαικρυβόμαστε
κρύβειςκρύβετεκρύβεσαικρύβεστε, κρυβόσαστε
κρύβεικρύβουν(ε)κρύβεταικρύβονται
Imper
fekt
έκρυβακρύβαμεκρυβόμουν(α)κρυβόμαστε, κρυβόμασταν
έκρυβεςκρύβατεκρυβόσουν(α)κρυβόσαστε, κρυβόσασταν
έκρυβεέκρυβαν, κρύβαν(ε)κρυβόταν(ε)κρύβονταν, κρυβόντανε, κρυβόντουσαν
Aoristέκρυψακρύψαμεκρύφτηκακρυφτήκαμε
έκρυψεςκρύψατεκρύφτηκεςκρυφτήκατε
έκρυψεέκρυψαν, κρύψαν(ε)κρύφτηκεκρύφτηκαν, κρυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κρύψει
έχω κρυμμένο
έχουμε κρύψει
έχουμε κρυμμένο
έχω κρυφτεί
είμαι κρυμμένος, -η
έχουμε κρυφτεί
είμαστε κρυμμένοι, -ες
έχεις κρύψει
έχεις κρυμμένο
έχετε κρύψει
έχεις κρυμμένο
έχεις κρυφτεί
είσαι κρυμμένος, -η
έχετε κρυφτεί
είστε κρυμμένοι, -ες
έχει κρύψει
έχει κρυμμένο
έχουν κρύψει
έχουν κρυμμένο
έχει κρυφτεί
είναι κρυμμένος, -η, -ο
έχουν κρυφτεί
είναι κρυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κρύψει
είχα κρυμμένο
είχαμε κρύψει
είχαμε κρυμμένο
είχα κρυφτεί
ήμουν κρυμμένος, -η
είχαμε κρυφτεί
ήμαστε κρυμμένοι, -ες
είχες κρύψει
είχες κρυμμένο
είχατε κρύψει
είχατε κρυμμένο
είχες κρυφτεί
ήσουν κρυμμένος, -η
είχατε κρυφτεί
ήσαστε κρυμμένοι, -ες
είχε κρύψει
είχε κρυμμένο
είχαν κρύψει
είχαν κρυμμένο
είχε κρυφτεί
ήταν κρυμμένος, -η, -ο
είχαν κρυφτεί
ήταν κρυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρύβωθα κρύβουμε, θα κρύβομεθα κρύβομαιθα κρυβόμαστε
θα κρύβειςθα κρύβετεθα κρύβεσαιθα κρύβεστε, θα κρυβόσαστε
θα κρύβειθα κρύβουν(ε)θα κρύβεταιθα κρύβονται
Fut
ur
θα κρύψωθα κρύψουμε, θα κρύψομεθα κρυφτώθα κρυφτούμε
θα κρύψειςθα κρύψετεθα κρυφτείςθα κρυφτείτε
θα κρύψειθα κρύψουν(ε)θα κρυφτείθα κρυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρύψει
θα έχω κρυμμένο
θα έχουμε κρύψει
θα έχουμε κρυμμένο
θα έχω κρυφτεί
θα είμαι κρυμμένος, -η
θα έχουμε κρυφτεί
θα είμαστε κρυμμένοι, -ες
θα έχεις κρύψει
θα έχεις κρυμμένο
θα έχετε κρύψει
θα έχετε κρυμμένο
θα έχεις κρυφτεί
θα είσαι κρυμμένος, -η
θα έχετε κρυφτεί
θα είστε κρυμμένοι, -ες
θα έχει κρύψει
θα έχει κρυμμένο
θα έχουν κρύψει
θα έχουν κρυμμένο
θα έχει κρυφτεί
θα είναι κρυμμένος, -η, -ο
θα έχουν κρυφτεί
θα είναι κρυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρύβωνα κρύβουμε, να κρύβομενα κρύβομαινα κρυβόμαστε
να κρύβειςνα κρύβετενα κρύβεσαινα κρύβεστε, να κρυβόσαστε
να κρύβεινα κρύβουν(ε)να κρύβεταινα κρύβονται
Aoristνα κρύψωνα κρύψουμε, να κρύψομενα κρυφτώνα κρυφτούμε
να κρύψειςνα κρύψετενα κρυφτείςνα κρυφτείτε
να κρύψεινα κρύψουν(ε)να κρυφτείνα κρυφτούν(ε)
Perfνα έχω κρύψει
να έχω κρυμμένο
να έχουμε κρύψει
να έχουμε κρυμμένο
να έχω κρυφτεί
να είμαι κρυμμένος, -η
να έχουμε κρυφτεί
να είμαστε κρυμμένοι, -ες
να έχεις κρύψει
να έχεις κρυμμένο
να έχετε κρύψει
να έχετε κρυμμένο
να έχεις κρυφτεί
να είσαι κρυμμένος, -η
να έχετε κρυφτεί
να είστε κρυμμένοι, -ες
να έχει κρύψει
να έχει κρυμμένο
να έχουν κρύψει
να έχουν κρυμμένο
να έχει κρυφτεί
να είναι κρυμμένος, -η, -ο
να έχουν κρυφτεί
να είναι κρυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρύβεκρύβετεκρύβεστε
Aoristκρύψεκρύψτε, κρύφτεκρύψουκρυφτείτε
Part
izip
Presκρύβοντας
Perfέχοντας κρύψει, έχοντας κρυμμένοκρυμμένος, -η, -οκρυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρύψεικρυφτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χώνωχώνουμε, χώνομεχώνομαιχωνόμαστε
χώνειςχώνετεχώνεσαιχώνεστε, χωνόσαστε
χώνειχώνουν(ε)χώνεταιχώνονται
Imper
fekt
έχωναχώναμεχωνόμουν(α)χωνόμαστε, χωνόμασταν
έχωνεςχώνατεχωνόσουν(α)χωνόσαστε, χωνόσασταν
έχωνεέχωναν, χώναν(ε)χωνόταν(ε)χώνονταν, χωνόντανε, χωνόντουσαν
Aoristέχωσαχώσαμεχώθηκαχωθήκαμε
έχωσεςχώσατεχώθηκεςχωθήκατε
έχωσεέχωσαν, χώσαν(ε)χώθηκεχώθηκαν, χωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χώσει
έχω χωμένο
έχουμε χώσει
έχουμε χωμένο
έχω χωθεί
είμαι χωμένος, -η
έχουμε χωθεί
είμαστε χωμένοι, -ες
έχεις χώσει
έχεις χωμένο
έχετε χώσει
έχετε χωμένο
έχεις χωθεί
είσαι χωμένος, -η
έχετε χωθεί
είστε χωμένοι, -ες
έχει χώσει
έχει χωμένο
έχουν χώσει
έχουν χωμένο
έχει χωθεί
είναι χωμένος, -η, -ο
έχουν χωθεί
είναι χωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χώσει
είχα χωμένο
είχαμε χώσει
είχαμε χωμένο
είχα χωθεί
ήμουν χωμένος, -η
είχαμε χωθεί
ήμαστε χωμένοι, -ες
είχες χώσει
είχες χωμένο
είχατε χώσει
είχατε χωμένο
είχες χωθεί
ήσουν χωμένος, -η
είχατε χωθεί
ήσαστε χωμένοι, -ες
είχε χώσει
είχε χωμένο
είχαν χώσει
είχαν χωμένο
είχε χωθεί
ήταν χωμένος, -η, -ο
είχαν χωθεί
ήταν χωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χώνωθα χώνουμε, θα χώνομεθα χώνομαιθα χωνόμαστε
θα χώνειςθα χώνετεθα χώνεσαιθα χώνεστε, θα χωνόσαστε
θα χώνειθα χώνουν(ε)θα χώνεταιθα χώνονται
Fut
ur
θα χώσωθα χώσουμε, θα χώσομεθα χωθώθα χωθούμε
θα χώσειςθα χώσετεθα χωθείςθα χωθείτε
θα χώσειθα χώσουνθα χωθείθα χωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χώσει
θα έχω χωμένο
θα έχουμε χώσει
θα έχουμε χωμένο
θα έχω χωθεί
θα είμαι χωμένος, -η
θα έχουμε χωθεί
θα είμαστε χωμένοι, -ες
θα έχεις χώσει
θα έχεις χωμένο
θα έχετε χώσει
θα έχετε χωμένο
θα έχεις χωθεί
θα είσαι χωμένος, -η
θα έχετε χωθεί
θα είστε χωμένοι, -ες
θα έχει χώσει
θα έχει χωμένο
θα έχουν χώσει
θα έχουν χωμένο
θα έχει χωθεί
θα είναι χωμένος, -η, -ο
θα έχουν χωθεί
θα είναι χωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χώνωνα χώνουμε, να χώνομενα χώνομαινα χωνόμαστε
να χώνειςνα χώνετενα χώνεσαινα χώνεστε, να χωνόσαστε
να χώνεινα χώνουν(ε)να χώνεταινα χώνονται
Aoristνα χώσωνα χώσουμε, να χώσομενα χωθώνα χωθούμε
να χώσειςνα χώσετενα χωθείςνα χωθείτε
να χώσεινα χώσουν(ε)να χωθείνα χωθούν(ε)
Perfνα έχω χώσει
να έχω χωμένο
να έχουμε χώσει
να έχουμε χωμένο
να έχω χωθεί
να είμαι χωμένος, -η
να έχουμε χωθεί
να είμαστε χωμένοι, -ες
να έχεις χώσει
να έχεις χωμένο
να έχετε χώσει
να έχετε χωμένο
να έχεις χωθεί
να είσαι χωμένος, -η
να έχετε χωθεί
να είστε χωμένοι, -ες
να έχει χώσει
να έχει χωμένο
να έχουν χώσει
να έχουν χωμένο
να έχει χωθεί
να είναι χωμένος, -η, -ο
να έχουν χωθεί
να είναι χωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώνεχώνετεχώνεστε
Aoristχώσεχώστε, χώσετεχώσουχωθείτε
Part
izip
Presχώνοντας
Perfέχοντας χώσει, έχοντας χωμένοχωμένος, -η, -οχωμένοι, -ες, -α
InfinAoristχώσειχωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback