{το}  κίνητρο Subst.  [kinitro, kinhtro]

{der}    Subst.
(1579)
{das}    Subst.
(1026)
{die}    Subst.
(285)
{der}    Subst.
(41)
{der}    Subst.
(31)

Etymologie zu κίνητρο

κίνητρο κινώ + -τρο ((Lehnübersetzung) französisch motif)


GriechischDeutsch
Αντίθετα, εάν η ενίσχυση είχε καταργηθεί, αυτό θα παρείχε κίνητρο στην ΒΤ να το πράξει ή, τουλάχιστον, να βασιστεί στο ιδιωτικά χρηματοδοτούμενο ταμείο προστασίας των συντάξεων για την εγγύηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τους εργαζομένους της πριν την ιδιωτικοποίηση.Ohne die Beihilfe hätte BT hingegen einen Anreiz, dies zu tun oder würde zumindest den privat finanzierten Rentensicherungsfonds in Anspruch nehmen, um die Rentenansprüche seiner bereits vor der Privatisierung vorhandenen Mitarbeiter zu garantieren.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, το μέτρο ενίσχυσης χωρίς αντισταθμιστική εισφορά δεν αποτελεί κίνητρο ώστε η ΒΤ να θεσπίσει εναλλακτικές ρυθμίσεις.Die ohne jede Ausgleichszahlung gewährte Beihilfemaßnahme führt jedoch dazu, dass BT keinen Anreiz mehr hat, alternative Vorkehrungen zu treffen.

Übersetzung bestätigt

Στην περίπτωση αυτή, ο νόμος περί συντάξεων του 2004 θα μπορούσε να θεωρηθεί κίνητρο ώστε οι εταιρείες να θεσπίζουν, με δική τους πρωτοβουλία και με δικά τους έξοδα, ρυθμίσεις ή μηχανισμούς που θα απέκλειαν την καταβολή εισφοράς στο γενικό ταμείο προστασίας των συντάξεων και την εξάρτηση από αυτό.In diesem Fall könnte auch die Auffassung vertreten werden, dass das Rentengesetz von 2004 Unternehmen einen Anreiz bietet, auf eigene Kosten eigene alternative Vorkehrungen oder Mechanismen einzuführen, aufgrund derer sie nicht mehr zur Leistung einer Abgabe an den allgemeinen Rentensicherungsfonds verpflichtet sind und nicht mehr von demselben abhängig sind.

Übersetzung bestätigt

Όμως ακόμη και στην περίπτωση αυτή, όλοι οι υπολογισμοί καταδεικνύουν ότι δεν υπήρχε οικονομικό κίνητρο για την «τεχνητή» διάσπαση των Sovello1 και Sovello2.Doch selbst in diesem Fall deuten alle Berechnungen darauf hin, dass für Sovello kein ökonomischer Anreiz bestand, Sovello1 und Sovello2 „künstlich“ aufzugliedern.

Übersetzung bestätigt

Δεν υπήρχε οικονομικό κίνητρο για τεχνητή διάσπαση των δύο επενδυτικών σχεδίωνKein ökonomischer Anreiz für eine künstliche Trennung beider Investitionsvorhaben

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu κίνητρο

κίνητρο το [kínitro] : 1. ό,τι, ως σκοπός ή ως τελικό αίτιο, παρακινεί κπ. σε μια ενέργεια: κίνητρο του εγκλήματος ήταν η εκδίκηση. Kίνητρό του είναι το κέρδος. Έχει ευγενή / ιδιοτελή κίνητρα. 2. οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη παροχή που αποσκοπεί στην ενίσχυση μιας δραστηριότητας: H κυβέρνηση θέσπισε οικονομικά και φορολογικά κίνητρα για την αύξηση των εξαγωγών. Kίνητρα για να υπηρετήσει ένας δημόσιος υπάλληλος σε παραμεθόρια περιοχή. || Θετικά κίνητρα, όσα συντελούν στην επίτευξη κάποιου σκοπού. Aρνητικά κίνητρα, όσα λειτουργούν ως αντικίνητρα.

[λόγ. κινη- (κινώ) -τρον απόδ. γαλλ. motif (διαφ. το ελνστ. κίνητρον `κουτάλα για ανακάτεμα΄)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback