{die} Subst. (2036) |
{der} Subst. (625) |
{die} Subst. (188) |
{der} Subst. (89) |
{der} Subst. (6) |
{die} Subst. (3) |
{die} Subst. (1) |
κίνηση altgriechisch κίνησις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
κίνδυνοι για άτομα που βρίσκονται χωρίς άδεια στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις: όλα τα σχετικά σοβαρά ατυχήματα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία «ατυχήματα ατόμων προκαλούμενα από τροχαίο υλικό σε κίνηση»· | Risiken für Unbefugte auf Eisenbahnanlagen: alle in der Kategorie „Unfälle mit Personen durch in Bewegung befindliche Fahrzeuge“ enthaltenen relevanten schweren Unfälle; Übersetzung bestätigt |
Ως «αεροδρόμιο» νοείται οριοθετημένη περιοχή σε ξηρά ή θάλασσα, η οποία περιλαμβάνει κτίρια, εγκαταστάσεις και εξοπλισμό που χρησιμεύουν είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει για την άφιξη, την αναχώρηση και τις επίγειες κινήσεις του αεροσκάφους στο έδαφος. | Der Begriff „Flughafen“ bezeichnet ein abgegrenztes Gebiet auf dem Land oder einem Gewässer einschließlich Gebäuden, Anlagen und Ausrüstung, das entweder ganz oder teilweise für die Ankunft, den Abflug und die Bewegungen von Luftfahrzeugen am Boden bestimmt ist. Übersetzung bestätigt |
Σε περίπτωση κατολίσθησης σωρών αποβλήτων εξόρυξης, κάθε μάζα αποβλήτων σε κίνηση θεωρείται ότι απειλεί την ανθρώπινη ζωή, εφόσον βρίσκονται άνθρωποι εντός της εμβέλειας της κινούμενης μάζας αποβλήτων. | Beim Abrutschen von Abfallhalden gilt jede in Bewegung befindliche Abfallmasse als mögliche Bedrohung für menschliches Leben, wenn sich Menschen innerhalb der Reichweite der abrutschenden Abfallmasse befinden. Übersetzung bestätigt |
Πανταξονική κίνηση άνω των ± 5°, | Bewegungen in alle Richtungen von mehr als ±5°, Übersetzung bestätigt |
Για τους σκοπούς του σημείου 2Β, ο αριθμός αξόνων που μπορούν να συντονίζονται ταυτόχρονα για "έλεγχο διαμόρφωσης περιγράμματος" είναι ο αριθμός των αξόνων κατά μήκος των οποίων ή γύρω από τους οποίους, κατά την επεξεργασία του υπό επεξεργασία αντικειμένου, πραγματοποιούνται ταυτόχρονες και αλληλοσυσχετιζόμενες κινήσεις μεταξύ του υπό επεξεργασία αντικειμένου και ενός εργαλείου. | Im Sinne der Nummer 2B sind als Achsen zur simultanen „Bahnsteuerung“ nur die Achsen zu zählen, entlang deren oder um welche während der Bearbeitung des Werkstücks simultane und in Wechselbeziehung stehende Bewegungen zwischen Werkstück und Werkzeug durchgeführt werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Bewegung | die Bewegungen |
Genitiv | der Bewegung | der Bewegungen |
Dativ | der Bewegung | den Bewegungen |
Akkusativ | die Bewegung | die Bewegungen |
κίνηση η [kínisi] : 1α. η μεταβολή της θέσης ενός σώματος μέσα στο χώρο σε σχέση με ένα σταθερό σημείο και σε μια δεδομένη χρονική στιγ μή. ANT ακινησία: Bάζω / θέτω κτ. σε κίνηση. Bρίσκομαι συνεχώς σε κίνηση, για μετακίνηση, ταξίδια κτλ. Έχει δυσκολίες στην κίνηση, κινείται, βαδίζει με δυσκολία. Aέναη κίνηση. (Σε) αργή κίνηση, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες σε ρυθμό πιο αργό από τον κανονικό. Bάζω σε κίνηση ένα μηχανισμό, σε λειτουργία. H κίνηση των άστρων. H κίνηση της Γης. H κίνηση του εκκρεμούς. H κίνηση του νερού / του αέρα. || (φυσ.) Ομαλή / επιταχυνόμενη κίνηση. Kυκλική / ευθύγραμμη / παλινδρομική κίνηση. β. δυνατότητα κίνησης: Tο αυτοκίνητο έχει μπροστινή κίνηση, η κίνηση μεταδίδεται στους μπροστινούς τροχούς. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.