εξέδρα εξ + έδρα altgriechisch ἐξέδρα (βοηθητικό οίκημα, καλύβα, στοά) ἐξ + ἕδρα)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
"Λογισμικό" ειδικώς σχεδιασμένο για ανίχνευση μαγνητικών ανωμαλιών και ανωμαλιών ηλεκτρικού πεδίου σε κινητές εξέδρες. | „Software“, besonders entwickelt für die Erkennung magnetischer oder elektrischer Feldanomalien auf mobilen Plattformen; Übersetzung bestätigt |
"Λογισμικό" ειδικώς σχεδιασμένο για "συστήματα αντιστάθμισης" μαγνητικού και αντιστάθμισης ηλεκτρικού πεδίου για μαγνητικούς αισθητήρες μελετημένους ώστε να λειτουργούν σε κινητές εξέδρες, | „Software“, besonders entwickelt für „Kompensationssysteme“ zur Kompensation magnetischer oder elektrischer Felder für Magnetfeld-Sensoren, entwickelt für den Betrieb auf mobilen Plattformen, Übersetzung bestätigt |
Βαρυτόμετρα σχεδιασμένα για κινητές εξέδρες και με τα εξής χαρακτηριστικά: | Schwerkraftmesser, konstruiert für mobile Plattformen und mit allen folgenden Eigenschaften: Übersetzung bestätigt |
Εφόσον η αιτιολόγηση είναι ίδια, η διάταξη αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στις παραδόσεις που προορίζονται για τις εξέδρες και τα στρατιωτικά σκάφη, καθώς και στις επιχειρήσεις εφοδιασμού στις τρίτες χώρες. | Diese Regel sollte wegen der gleichgearteten Rechtfertigungsgründe auch auf Lieferungen zur Bevorratung von Plattformen und Kriegsschiffen sowie auf Bevorratungslieferungen in Drittländern Anwendung finden. Übersetzung bestätigt |
Το Βέλγιο ισχυρίζεται ότι η ενίσχυση θα παράσχει τη δυνατότητα στη VCG να αποστείλει στη Σουηδία περισσότερους εργαζόμενους από τους αυστηρά αναγκαίους για να εκμεταλλευτούν την εξέδρα EUCD. | Belgien bestätigt, dass VCG bei Gewährung der Beihilfe mehr Beschäftigte nach Schweden schicken könnte als unbedingt für den Einsatz der EUCD-Plattform erforderlich. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
εξέδρα νικητή |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Plattform | die Plattformen |
Genitiv | der Plattform | der Plattformen |
Dativ | der Plattform | den Plattformen |
Akkusativ | die Plattform | die Plattformen |
εξέδρα η [ekséδra] : 1α.κατασκευή επίπεδη και υπερυψωμένη, έτσι ώστε εκείνοι που στέκονται επάνω της να βλέπουν ή να φαίνονται καλύτερα: Οι επίσημοι παρακολούθησαν την παρέλαση από ειδική εξέδρα. Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες. β. κάθε άλλη κατασκευή, ιδίως εξάρτημα κτιρίου, με αντίστοιχο προορισμό: εξέδρα γηπέδου / σταδίου, οι κερκίδες και ιδίως ορισμένες με ειδική κατασκευή και για ειδική χρήση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.