επιτροπή Etymologie fehlt
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η Επιτροπή θέτει το θέμα στην επιτροπή τηλεδιοδίων που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/52/ΕΚ και διατυπώνει τη γνώμη της εντός έξι μηνών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/52/ΕΚ. | Die Kommission legt die Angelegenheit dem gemäß Artikel 5 Absatz 1 der Richtlinie 2004/52/EG eingesetzten Ausschuss für elektronische Maut vor und nimmt gemäß dem Verfahren des Artikels 5 Absatz 2 der Richtlinie 2004/52/EG innerhalb von sechs Monaten Stellung. Übersetzung bestätigt |
Όποτε ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας οργανισμός κοινοποιημένος από άλλο κράτος μέλος δεν πληροί πλέον τα σχετικά κριτήρια, το θέμα τίθεται στην επιτροπή τηλεδιοδίων, η οποία και διατυπώνει τη γνώμη της εντός τριών μηνών. | Ist ein Mitgliedstaat oder die Kommission der Auffassung, dass eine von einem anderen Mitgliedstaat notifizierte Stelle den relevanten Kriterien nicht entspricht, so wird der Ausschuss für elektronische Maut mit der Angelegenheit befasst, der innerhalb von drei Monaten Stellung nimmt. Übersetzung bestätigt |
Ενόψει των συμπερασμάτων της ενδιάμεσης επανεξέτασης σχετικά με την πρόοδο που θα έχει επιτευχθεί στην εγκατάσταση της ΕΥΤ, η Επιτροπή, επικουρούμενη από την επιτροπή τηλεδιοδίων, θα προτείνει τα αναγκαία μέτρα. | Auf der Grundlage der Ergebnisse der Halbzeitüberprüfung der Fortschritte bei der EETS-Einführung sollte die Kommission, unterstützt vom Ausschuss für elektronische Maut, gegebenenfalls erforderliche Maßnahmen vorschlagen. Übersetzung bestätigt |
Εάν η ιατρική επιτροπή επιβεβαιώσει το αρνητικό συμπέρασμα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται: | Bestätigt der medizinische Ausschuss das negative Ergebnis der ärztlichen Untersuchung Übersetzung bestätigt |
Η ιατρική επιτροπή ακούει τον ιατρό που προέβη στην αρχική αρνητική γνωμοδότηση. | Der medizinische Ausschuss wird den Arzt anhören, der die ursprüngliche negative Stellungnahme abgegeben hat. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Ausschuss | die Ausschüsse |
Genitiv | des Ausschusses | der Ausschüsse |
Dativ | dem Ausschuss dem Ausschusse | den Ausschüssen |
Akkusativ | den Ausschuss | die Ausschüsse |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Kommission | die Kommissionen |
Genitiv | der Kommission | der Kommissionen |
Dativ | der Kommission | den Kommissionen |
Akkusativ | die Kommission | die Kommissionen |
επιτροπή η [epitropí] : ομάδα προσώπων, η οποία συγκροτείται είτε από δημόσια εξουσία είτε από μεγαλύτερο σύνολο προσώπων με σκοπό τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως: Συγκρότηση / συνεδρίαση / διάλυση μιας επιτροπής. Mέλος / πρόεδρος της επιτροπής. Kοινοβουλευτική επιτροπή, που αποτελείται από βουλευτές. Kοινοβουλευτική επιτροπή παιδείας / εξωτερικών / δικαιοσύνης. Εξεταστική των πραγμάτων (κοινοβουλευτική) επιτροπή. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια επιτροπή. Διεθνής επιτροπή. Mία επιτροπή απεργών / διαδηλωτών. Aπεργιακή επιτροπή. επιτροπή εποπτείας ενός λεξικού. Εφορευτική / διοικητική επιτροπή. επιτροπή για την ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων. || (ως ονομασία διοικητικών οργάνων): H κεντρική επιτροπή ενός κόμματος. Εκκλησιαστική επιτροπή.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.