επιμένω Verb  [epimeno, epimenw]

  Verb
(36)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu επιμένω

επιμένω altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


GriechischDeutsch
Κύριε Πρόεδρε, το βρίσκω απόλυτα λογικό να προτείνουμε να διεξαχθούν δύο ψηφοφορίες την ίδια στιγμή, αλλά επιμένω στο γεγονός ότι χρειάζονται δύο ψηφοφορίες: χρειάζεται μια πρώτη ψηφοφορία σχετικά με την αρχή της σύστασης μιας εξεταστικής επιτροπής την οποία απέρριψε η Διάσκεψη των Προέδρων και χρειάζεται ενδεχομένως μια δεύτερη ψηφοφορία, αν συμφωνήσουμε, σχετικά με τη σύσταση προσωρινής επιτροπής, η οποία δεν έχει καθόλου το ίδιο αντικείμενο, θα ήθελα να το διευκρινίσω αυτό.Herr Präsident, ich finde den Vorschlag, zwei Abstimmungen gleichzeitig durchzuführen, sehr vernünftig, möchte aber darauf bestehen, daß es zwei Abstimmungen sein müssen. Wir brauchen eine erste Abstimmung über den Grundsatz der Einsetzung eines Untersuchungsausschusses der von der Konferenz der Präsidenten verworfen wurde und eventuell eine zweite Abstimmung, wenn man sich auf die Einsetzung eines nichtständigen Ausschusses einigt, der, wie ich betonen möchte, absolut nicht die gleiche Aufgabe hat.

Übersetzung bestätigt

Τούτο θα είναι δυνατό μόνο εάν δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία στην κοινή γνώμη, δηλαδή εάν η ανίχνευση και επιμένω σ' αυτό είναι συστηματική.Dies wird nur dann möglich sein, wenn bei den Bürgern keine Zweifel mehr bestehen, das heißt, wenn die Tests ich sage es noch einmal systematisch durchgeführt werden.

Übersetzung bestätigt

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να μεριμνήσει ώστε κανένα από τα μέλη της να μην δημιουργήσει, με τις παλιές αποικίες του, και επιμένω σε αυτό, σχέσεις που βασίζονται μόνο στα οικονομικά συμφέροντα ή στις γεωστρατηγικές σκοπιμότητες.Die Europäische Union muss auch darüber wachen, dass keines ihrer Mitglieder mit seinen ehemaligen Kolonien darauf möchte ich bestehen Beziehungen unterhält, die sich ausschließlich auf wirtschaftliche Interessen oder geostrategische Gesichtspunkte stützen.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, επιμένω να δεσμευτούν η Επιτροπή και το Συμβούλιο ότι θα δράσουν με ταχύτητα για να φροντίσουν ότι θα γίνει έτσι.Im Namen des Parlaments möchte ich darauf bestehen, dass die Kommission und der Rat sich verpflichten, mit der gebotenen Eile dafür zu sorgen, dass dies auch der Fall sein wird.

Übersetzung bestätigt

Καταλαβαίνω την άποψη της κ. Gomes, επιμένω όμως ότι δεν πρέπει να γίνονται τέτοιου είδους σχόλια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε αυτά απευθύνονται σε μένα είτε σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΕΚ.Ich kann Frau Gomes’ Standpunkt nachvollziehen, muss jedoch darauf bestehen, dass derartige Äußerungen im Parlament unterbleiben, ob sie nun an mich oder an ein anderes Mitglied gerichtet sind.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu επιμένω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιμένωεπιμένουμε, επιμένομε
επιμένειςεπιμένετε
επιμένειεπιμένουν(ε)
Imper
fekt
επέμεναεπιμέναμε
επέμενεςεπιμένατε
επέμενεεπέμεναν, επιμέναν(ε)
Aoristεπέμειναεπιμείναμε
επέμεινεςεπιμείνατε
επέμεινεεπέμειναν, επιμείναν(ε)
Per
fekt
έχω επιμείνειέχουμε επιμείνει
έχεις επιμείνειέχετε επιμείνει
έχει επιμείνειέχουν επιμείνει
Plu
per
fekt
είχα επιμείνειείχαμε επιμείνει
είχες επιμείνειείχατε επιμείνει
είχε επιμείνειείχαν επιμείνει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιμένωθα επιμένουμε, θα επιμένομε
θα επιμένειςθα επιμένετε
θα επιμένειθα επιμένουν(ε)
Fut
ur
θα επιμείνωθα επιμείνουμε, θα επιμείνομε
θα επιμείνειςθα επιμείνετε
θα επιμείνειθα επιμείνουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιμείνειθα έχουμε επιμείνει
θα έχεις επιμείνειθα έχετε επιμείνει
θα έχει επιμείνειθα έχουν επιμείνει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιμένωνα επιμένουμε, να επιμένομε
να επιμένειςνα επιμένετε
να επιμένεινα επιμένουν(ε)
Aoristνα επιμείνωνα επιμείνουμε, να επιμείνομε
να επιμείνειςνα επιμείνετε
να επιμείνεινα επιμείνουν(ε)
Perfνα έχω επιμείνεινα έχουμε επιμείνει
να έχεις επιμείνεινα έχετε επιμείνει
να έχει επιμείνεινα έχουν επιμείνει
Imper
ativ
Presεπίμενεεπιμένετε
Aoristεπίμεινεεπιμείνετε
Part
izip
Presεπιμένοντας
Perfέχοντας επιμείνει
InfinAoristεπιμείνει







Griechische Definition zu επιμένω

επιμένω [epiméno] Ρ αόρ. επέμεινα, απαρέμφ. επιμείνει : α.συνεχίζω να κάνω, να επιδιώκω, να υποστηρίζω κτ. παρά τις δυσκολίες, τις αντιρρήσεις κτλ. που αντιμετωπίζω: επιμένω σε κτ. / για κτ. Επιμένει ότι είναι αθώος. Επέμενε να πάει, αν και ήταν αργά. || (απόλ.): Mην επιμένεις, σε παρακαλώ· δε γίνεται. Tου είπα ότι δεν μπορούσα, αλλ΄ αυτός επέμενε. β. (συνήθ. για κτ. κακό) εξακολουθώ να υπάρχω: Παρ΄ όλα τα φάρμακα ο πυρετός / ο βήχας επιμένει.

[λόγ.(;) < ελνστ. ἐπιμένω, αρχ. σημ.: `παραμένω΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback