επιμένω Verb (36) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, ich finde den Vorschlag, zwei Abstimmungen gleichzeitig durchzuführen, sehr vernünftig, möchte aber darauf bestehen, daß es zwei Abstimmungen sein müssen. Wir brauchen eine erste Abstimmung über den Grundsatz der Einsetzung eines Untersuchungsausschusses der von der Konferenz der Präsidenten verworfen wurde und eventuell eine zweite Abstimmung, wenn man sich auf die Einsetzung eines nichtständigen Ausschusses einigt, der, wie ich betonen möchte, absolut nicht die gleiche Aufgabe hat. | Κύριε Πρόεδρε, το βρίσκω απόλυτα λογικό να προτείνουμε να διεξαχθούν δύο ψηφοφορίες την ίδια στιγμή, αλλά επιμένω στο γεγονός ότι χρειάζονται δύο ψηφοφορίες: χρειάζεται μια πρώτη ψηφοφορία σχετικά με την αρχή της σύστασης μιας εξεταστικής επιτροπής την οποία απέρριψε η Διάσκεψη των Προέδρων και χρειάζεται ενδεχομένως μια δεύτερη ψηφοφορία, αν συμφωνήσουμε, σχετικά με τη σύσταση προσωρινής επιτροπής, η οποία δεν έχει καθόλου το ίδιο αντικείμενο, θα ήθελα να το διευκρινίσω αυτό. Übersetzung bestätigt |
Dies wird nur dann möglich sein, wenn bei den Bürgern keine Zweifel mehr bestehen, das heißt, wenn die Tests ich sage es noch einmal systematisch durchgeführt werden. | Τούτο θα είναι δυνατό μόνο εάν δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία στην κοινή γνώμη, δηλαδή εάν η ανίχνευση και επιμένω σ' αυτό είναι συστηματική. Übersetzung bestätigt |
Die Europäische Union muss auch darüber wachen, dass keines ihrer Mitglieder mit seinen ehemaligen Kolonien darauf möchte ich bestehen Beziehungen unterhält, die sich ausschließlich auf wirtschaftliche Interessen oder geostrategische Gesichtspunkte stützen. | Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επίσης να μεριμνήσει ώστε κανένα από τα μέλη της να μην δημιουργήσει, με τις παλιές αποικίες του, και επιμένω σε αυτό, σχέσεις που βασίζονται μόνο στα οικονομικά συμφέροντα ή στις γεωστρατηγικές σκοπιμότητες. Übersetzung bestätigt |
Im Namen des Parlaments möchte ich darauf bestehen, dass die Kommission und der Rat sich verpflichten, mit der gebotenen Eile dafür zu sorgen, dass dies auch der Fall sein wird. | Κύριε Πρόεδρε, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, επιμένω να δεσμευτούν η Επιτροπή και το Συμβούλιο ότι θα δράσουν με ταχύτητα για να φροντίσουν ότι θα γίνει έτσι. Übersetzung bestätigt |
Ich kann Frau Gomes’ Standpunkt nachvollziehen, muss jedoch darauf bestehen, dass derartige Äußerungen im Parlament unterbleiben, ob sie nun an mich oder an ein anderes Mitglied gerichtet sind. | Καταλαβαίνω την άποψη της κ. Gomes, επιμένω όμως ότι δεν πρέπει να γίνονται τέτοιου είδους σχόλια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε αυτά απευθύνονται σε μένα είτε σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΕΚ. Übersetzung bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bestehe | ||
du | bestehst | |||
er, sie, es | besteht | |||
Präteritum | ich | bestand | ||
Konjunktiv II | ich | bestände bestünde | ||
Imperativ | Singular | besteh! bestehe! | ||
Plural | besteht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bestanden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bestehen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιμένω | επιμένουμε, επιμένομε |
επιμένεις | επιμένετε | ||
επιμένει | επιμένουν(ε) | ||
Imper fekt | επέμενα | επιμέναμε | |
επέμενες | επιμένατε | ||
επέμενε | επέμεναν, επιμέναν(ε) | ||
Aorist | επέμεινα | επιμείναμε | |
επέμεινες | επιμείνατε | ||
επέμεινε | επέμειναν, επιμείναν(ε) | ||
Per fekt | έχω επιμείνει | έχουμε επιμείνει | |
έχεις επιμείνει | έχετε επιμείνει | ||
έχει επιμείνει | έχουν επιμείνει | ||
Plu per fekt | είχα επιμείνει | είχαμε επιμείνει | |
είχες επιμείνει | είχατε επιμείνει | ||
είχε επιμείνει | είχαν επιμείνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιμένω | θα επιμένουμε, θα επιμένομε | |
θα επιμένεις | θα επιμένετε | ||
θα επιμένει | θα επιμένουν(ε) | ||
Fut ur | θα επιμείνω | θα επιμείνουμε, θα επιμείνομε | |
θα επιμείνεις | θα επιμείνετε | ||
θα επιμείνει | θα επιμείνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιμείνει | θα έχουμε επιμείνει | |
θα έχεις επιμείνει | θα έχετε επιμείνει | ||
θα έχει επιμείνει | θα έχουν επιμείνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιμένω | να επιμένουμε, να επιμένομε |
να επιμένεις | να επιμένετε | ||
να επιμένει | να επιμένουν(ε) | ||
Aorist | να επιμείνω | να επιμείνουμε, να επιμείνομε | |
να επιμείνεις | να επιμείνετε | ||
να επιμείνει | να επιμείνουν(ε) | ||
Perf | να έχω επιμείνει | να έχουμε επιμείνει | |
να έχεις επιμείνει | να έχετε επιμείνει | ||
να έχει επιμείνει | να έχουν επιμείνει | ||
Imper ativ | Pres | επίμενε | επιμένετε |
Aorist | επίμεινε | επιμείνετε | |
Part izip | Pres | επιμένοντας | |
Perf | έχοντας επιμείνει | ||
Infin | Aorist | επιμείνει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.