εξαντλώ Verb  [eksantlo, eksantlw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εξαντλώ

εξαντλώ altgriechisch ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ ἀντλέω ἄντλος ((Lehnbedeutung) französisch épuiser)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εξαντλώ

απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
εξαντλήσει
μετοχή (ενεστώτας)
εξαντλώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςεξαντλώεξαντλείςεξαντλείεξαντλούμεεξαντλείτεεξαντλούν
παρατατικόςεξαντλούσαεξαντλούσεςεξαντλούσεεξαντλούσαμεεξαντλούσατεεξαντλούσαν
αόριστοςεξάντλησαεξάντλησεςεξάντλησεεξαντλήσαμεεξαντλήσατεεξάντλησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα εξαντλώθα εξαντλείςθα εξαντλείθα εξαντλούμεθα εξαντλείτεθα εξαντλούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα εξαντλήσωθα εξαντλήσειςθα εξαντλήσειθα εξαντλήσουμεθα εξαντλήσετεθα εξαντλήσουν
παρακείμενος α'έχω εξαντλήσειέχεις εξαντλήσειέχει εξαντλήσειέχουμε εξαντλήσειέχετε εξαντλήσειέχουν εξαντλήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα εξαντλήσειείχες εξαντλήσειείχε εξαντλήσειείχαμε εξαντλήσειείχατε εξαντλήσειείχαν εξαντλήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω εξαντλήσειθα έχεις εξαντλήσειθα έχει εξαντλήσειθα έχουμε εξαντλήσειθα έχετε εξαντλήσειθα έχουν εξαντλήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα εξαντλώνα εξαντλείςνα εξαντλείνα εξαντλούμενα εξαντλείτενα εξαντλούν
αόριστοςνα εξαντλήσωνα εξαντλήσειςνα εξαντλήσεινα εξαντλήσουμενα εξαντλήσετενα εξαντλήσουν
παρακείμενος α'να έχω εξαντλήσεινα έχεις εξαντλήσεινα έχει εξαντλήσεινα έχουμε εξαντλήσεινα έχετε εξαντλήσεινα έχουν εξαντλήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςεξάντλειεξαντλείτε
αόριστοςεξάντλησεεξαντλήστε











Griechische Definition zu εξαντλώ

εξαντλώ [eksandló] -ούμαι : 1.(για σύνολο όμοιων υλικών αντικειμένων, συνήθ. οικονομικών αγαθών) τελειώνω κτ. χρησιμοποιώντας και ιδίως καταναλώνοντάς το: Οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν μόνο όταν εξάντλησαν όλα τους τα εφόδια. Εξαντλείται το έδαφος, γίνεται ακατάλληλο για καλλιέργεια. || (συνήθ. παθ.) για προϊόν (συνήθ. βιβλίο ή έντυπο) του οποίου έχουν πουληθεί όλα τα αποθέματα ή τα αντίτυπα και δεν υπάρχει πλέον στην αγορά: Εξαντλήθηκε ένα βιβλίο. H πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε μια εβδομάδα και ανατυπώθηκε αμέσως. Εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια του ποδοσφαιρικού αγώνα. || Εξαντλήθηκαν τα κοιτάσματα πετρελαίου μιας περιοχής. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback