εξαντλώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Vielleicht ist es eine der Sachen, die sich selbst auszehren. | Ίσως, πάλι, να είναι κάτι που θα σβήσει σύντομα. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zehre aus | ||
du | zehrst aus | |||
er, sie, es | zehrt aus | |||
Präteritum | ich | zehrte aus | ||
Konjunktiv II | ich | zehrte aus | ||
Imperativ | Singular | zehr aus! zehre aus! | ||
Plural | zehrt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgezehrt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:auszehren |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | εξαντλώ | εξαντλείς | εξαντλεί | εξαντλούμε | εξαντλείτε | εξαντλούν |
παρατατικός | εξαντλούσα | εξαντλούσες | εξαντλούσε | εξαντλούσαμε | εξαντλούσατε | εξαντλούσαν | |
αόριστος | εξάντλησα | εξάντλησες | εξάντλησε | εξαντλήσαμε | εξαντλήσατε | εξάντλησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα εξαντλώ | θα εξαντλείς | θα εξαντλεί | θα εξαντλούμε | θα εξαντλείτε | θα εξαντλούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα εξαντλήσω | θα εξαντλήσεις | θα εξαντλήσει | θα εξαντλήσουμε | θα εξαντλήσετε | θα εξαντλήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω εξαντλήσει | έχεις εξαντλήσει | έχει εξαντλήσει | έχουμε εξαντλήσει | έχετε εξαντλήσει | έχουν εξαντλήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα εξαντλήσει | είχες εξαντλήσει | είχε εξαντλήσει | είχαμε εξαντλήσει | είχατε εξαντλήσει | είχαν εξαντλήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω εξαντλήσει | θα έχεις εξαντλήσει | θα έχει εξαντλήσει | θα έχουμε εξαντλήσει | θα έχετε εξαντλήσει | θα έχουν εξαντλήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να εξαντλώ | να εξαντλείς | να εξαντλεί | να εξαντλούμε | να εξαντλείτε | να εξαντλούν |
αόριστος | να εξαντλήσω | να εξαντλήσεις | να εξαντλήσει | να εξαντλήσουμε | να εξαντλήσετε | να εξαντλήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω εξαντλήσει | να έχεις εξαντλήσει | να έχει εξαντλήσει | να έχουμε εξαντλήσει | να έχετε εξαντλήσει | να έχουν εξαντλήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | εξάντλει | εξαντλείτε | ||||
αόριστος | εξάντλησε | εξαντλήστε |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.