mitnehmen
 Verb

εξαντλώ Verb
(0)
κουράζω Verb
(0)
αποκομίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mon adjutant, Monsieur La Bessiere möchte Sie in seinen Club mitnehmen.Υπασπιστή, ο μεσιέ Λα Μπεσιέ είναι εδώ... ...για να σας πάει στο κλαμπ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte Frau und Kind mitnehmen, aber der Kaufmann hatte kein Fass mehr.'Ελεγα να φέρω και την οικογένεια... αλλά ο μανάβης δεν μου 'δινε άλλο βαρέλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir müssen es wieder mitnehmen.Μάλλον πρέπει να το πάμε πίσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich hab Dennis gefragt, ob ich dich mitnehmen kann.Ρώτησα τον Ντένις αν θα μπορούσες να έρθεις μαζί, αγάπη μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Da wolltet ihr kein Elfenbein mitnehmen.-Δεν προσπάθησες να πάρεις φίλντισι.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
εξαντλήσει
μετοχή (ενεστώτας)
εξαντλώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςεξαντλώεξαντλείςεξαντλείεξαντλούμεεξαντλείτεεξαντλούν
παρατατικόςεξαντλούσαεξαντλούσεςεξαντλούσεεξαντλούσαμεεξαντλούσατεεξαντλούσαν
αόριστοςεξάντλησαεξάντλησεςεξάντλησεεξαντλήσαμεεξαντλήσατεεξάντλησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα εξαντλώθα εξαντλείςθα εξαντλείθα εξαντλούμεθα εξαντλείτεθα εξαντλούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα εξαντλήσωθα εξαντλήσειςθα εξαντλήσειθα εξαντλήσουμεθα εξαντλήσετεθα εξαντλήσουν
παρακείμενος α'έχω εξαντλήσειέχεις εξαντλήσειέχει εξαντλήσειέχουμε εξαντλήσειέχετε εξαντλήσειέχουν εξαντλήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα εξαντλήσειείχες εξαντλήσειείχε εξαντλήσειείχαμε εξαντλήσειείχατε εξαντλήσειείχαν εξαντλήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω εξαντλήσειθα έχεις εξαντλήσειθα έχει εξαντλήσειθα έχουμε εξαντλήσειθα έχετε εξαντλήσειθα έχουν εξαντλήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα εξαντλώνα εξαντλείςνα εξαντλείνα εξαντλούμενα εξαντλείτενα εξαντλούν
αόριστοςνα εξαντλήσωνα εξαντλήσειςνα εξαντλήσεινα εξαντλήσουμενα εξαντλήσετενα εξαντλήσουν
παρακείμενος α'να έχω εξαντλήσεινα έχεις εξαντλήσεινα έχει εξαντλήσεινα έχουμε εξαντλήσεινα έχετε εξαντλήσεινα έχουν εξαντλήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςεξάντλειεξαντλείτε
αόριστοςεξάντλησεεξαντλήστε




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κουράζωκουράζουμε, κουράζομεκουράζομαικουραζόμαστε
κουράζειςκουράζετεκουράζεσαικουράζεστε, κουραζόσαστε
κουράζεικουράζουν(ε)κουράζεταικουράζονται
Imper
fekt
κούραζακουράζαμεκουραζόμουνακουραζόμαστε, κουραζόμασταν
κούραζεςκουράζατεκουραζόσουνακουραζόσαστε, κουραζόσασταν
κούραζεκούραζαν, κουράζαν(ε)κουραζότανεκουράζονταν, κουραζόντανε, κουραζόντουσαν
Aoristκούρασακουράσαμεκουράστηκακουραστήκαμε
κούρασεςκουράσατεκουράστηκεςκουραστήκατε
κούρασεκούρασαν, κουράσαν(ε)κουράστηκεκουράστηκαν, κουραστήκανε
Per
fekt
έχω κουράσει
έχω κουρασμένο
έχουμε κουράσει
έχουμε κουρασμένο
έχω κουραστεί
είμαι κουρασμένος, -η
έχουμε κουραστεί
είμαστε κουρασμένοι, -ες
έχεις κουράσει
έχεις κουρασμένο
έχετε κουράσει
έχετε κουρασμένο
έχεις κουραστεί
είσαι κουρασμένος, -η
έχετε κουραστεί
είστε κουρασμένοι, -ες
έχει κουράσει
έχει κουρασμένο
έχουν κουράσει
έχουν κουρασμένο
έχει κουραστεί
είναι κουρασμένος, -η, -ο
έχουν κουραστεί
είναι κουρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κουράσει
είχα κουρασμένο
είχαμε κουράσει
είχαμε κουρασμένο
είχα κουραστεί
ήμουν κουρασμένος, -η
είχαμε κουραστεί
ήμαστε κουρασμένοι, -ες
είχες κουράσει
είχες κουρασμένο
είχατε κουράσει
είχατε κουρασμένο
είχες κουραστεί
ήσουν κουρασμένος, -η
είχατε κουραστεί
ήσαστε κουρασμένοι, -ες
είχε κουράσει
είχε κουρασμένο
είχαν κουράσει
είχαν κουρασμένο
είχε κουραστεί
ήταν κουρασμένος, -η, -ο
είχαν κουραστεί
ήταν κουρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κουράζωθα κουράζουμε, θα κουράζομεθα κουράζομαιθα κουραζόμαστε
θα κουράζειςθα κουράζετεθα κουράζεσαιθα κουράζεστε, θα κουραζόσαστε
θα κουράζειθα κουράζουν(ε)θα κουράζεταιθα κουράζονται
Fut
ur
θα κουράσωθα κουράσουμε, θα κουράσομεθα κουραστώθα κουραστούμε
θα κουράσειςθα κουράσετεθα κουραστείςθα κουραστείτε
θα κουράσειθα κουράσουν(ε)θα κουραστείθα κουραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κουράσει
θα έχω κουρασμένο
θα έχουμε κουράσει
θα έχουμε κουρασμένο
θα έχω κουραστεί
θα είμαι κουρασμένος, -η
θα έχουμε κουραστεί
θα είμαστε κουρασμένοι, -ες
θα έχεις κουράσει
θα έχεις κουρασμένο
θα έχετε κουράσει
θα έχετε κουρασμένο
θα έχεις κουραστεί
θα είσαι κουρασμένος, -η
θα έχετε κουραστεί
θα είστε κουρασμένοι, -ες
θα έχει κουράσει
θα έχει κουρασμένο
θα έχουν κουράσει
θα έχουν κουρασμένο
θα έχει κουραστεί
θα είναι κουρασμένος, -η, -ο
θα έχουν κουραστεί
θα είναι κουρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κουράζωνα κουράζουμε, να κουράζομενα κουράζομαινα κουραζόμαστε
να κουράζειςνα κουράζετενα κουράζεσαινα κουράζεστε, να κουραζόσαστε
να κουράζεινα κουράζουν(ε)να κουράζεταινα κουράζονται
Aoristνα κουράσωνα κουράσουμε, να κουράσομενα κουραστώνα κουραστούμε
να κουράσειςνα κουράσετενα κουραστείςνα κουραστείτε
να κουράσεινα κουράσουννα κουραστείνα κουραστούν(ε)
Perfνα έχω κουράσει
να έχω κουρασμένο
να έχουμε κουράσει
να έχουμε κουρασμένο
να έχω κουραστεί
να είμαι κουρασμένος, -η
να έχουμε κουραστεί
να είμαστε κουρασμένοι, -ες
να έχεις κουράσει
να έχεις κουρασμένο
να έχετε κουράσει
να έχετε κουρασμένο
να έχεις κουραστεί
να είσαι κουρασμένος, -η
να έχετε κουραστεί
να είστε κουρασμένοι, -ες
να έχει κουράσει
να έχει κουρασμένο
να έχουν κουράσει
να έχουν κουρασμένο
να έχει κουραστεί
να είναι κουρασμένος, -η, -ο
να έχουν κουραστεί
να είναι κουρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκούραζεκουράζετεκουράζεστε
Aoristκούρασεκουράστεκουράσουκουραστείτε
Part
izip
Presκουράζονταςκουραζόμενος
Perfέχοντας κουράσει, έχοντας κουρασμένοκουρασμένος, -η, -οκουρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκουράσεικουραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback