Deutsch | Griechisch |
---|---|
Nein, du wirst dir die Nase aufreiben! | Εσύ δεν πας καλά! Εσύ! ε Übersetzung nicht bestätigt |
Willst du die ganze Kompanie aufreiben? | Θες να σκατωσεις ολη την ομαδα; Übersetzung nicht bestätigt |
Soll das Dominion weiterhin seine Flotten gegen uns schicken, wir werden sie nacheinander aufreiben. | Αφήστε την Ηγεμονία να συνεχίσει να στέλνει τους στόλους της και εμείς θα τους εξολοθρέψουμε τον ένα μετά τον άλλο. Übersetzung nicht bestätigt |
Wollten Sie die Marines aufreiben? | Οι άντρες σας αποδεκάτιζαν τους Πεζοναύτες; Übersetzung nicht bestätigt |
Sie sind uns 5:1 überlegen. Wir müssen sie morgen aufreiben, ihre Streitmacht völlig vernichten. | Αλέξανδρε, έστω και με τύχη, συγχρονισμό και τους Θεούς μαζί μας, αυτοί είναι τουλάχιστον 5 προς έναν δικό μας το οποίο σημαίνει ότι αύριο πρέπει να τους τρέψουμε υποχρεωτικά σε φυγή. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
kleinkriegen |
enervieren |
zermürben |
entnerven |
aufreiben |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | reibe auf | ||
du | reibst auf | |||
er, sie, es | reibt auf | |||
Präteritum | ich | rieb auf | ||
Konjunktiv II | ich | riebe auf | ||
Imperativ | Singular | reibe auf! reib auf! | ||
Plural | reibt auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgerieben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufreiben |
απαρέμφατο (αόριστος) | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | |||||||
πρόσωπο | singular | plural | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | εξαντλώ | εξαντλείς | εξαντλεί | εξαντλούμε | εξαντλείτε | εξαντλούν |
παρατατικός | εξαντλούσα | εξαντλούσες | εξαντλούσε | εξαντλούσαμε | εξαντλούσατε | εξαντλούσαν | |
αόριστος | εξάντλησα | εξάντλησες | εξάντλησε | εξαντλήσαμε | εξαντλήσατε | εξάντλησαν | |
περιφραστικοί χρόνοι | εξακολουθητικός μέλλοντας | θα εξαντλώ | θα εξαντλείς | θα εξαντλεί | θα εξαντλούμε | θα εξαντλείτε | θα εξαντλούν |
στιγμιαίος μέλλοντας | θα εξαντλήσω | θα εξαντλήσεις | θα εξαντλήσει | θα εξαντλήσουμε | θα εξαντλήσετε | θα εξαντλήσουν | |
παρακείμενος α' | έχω εξαντλήσει | έχεις εξαντλήσει | έχει εξαντλήσει | έχουμε εξαντλήσει | έχετε εξαντλήσει | έχουν εξαντλήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
υπερσυντέλικος α' | είχα εξαντλήσει | είχες εξαντλήσει | είχε εξαντλήσει | είχαμε εξαντλήσει | είχατε εξαντλήσει | είχαν εξαντλήσει | |
υπερσυντέλικος β' | - | - | - | - | - | - | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' | θα έχω εξαντλήσει | θα έχεις εξαντλήσει | θα έχει εξαντλήσει | θα έχουμε εξαντλήσει | θα έχετε εξαντλήσει | θα έχουν εξαντλήσει | |
συντελεσμένος μέλλοντας β' | - | - | - | - | - | - | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι | ενεστώτας | να εξαντλώ | να εξαντλείς | να εξαντλεί | να εξαντλούμε | να εξαντλείτε | να εξαντλούν |
αόριστος | να εξαντλήσω | να εξαντλήσεις | να εξαντλήσει | να εξαντλήσουμε | να εξαντλήσετε | να εξαντλήσουν | |
παρακείμενος α' | να έχω εξαντλήσει | να έχεις εξαντλήσει | να έχει εξαντλήσει | να έχουμε εξαντλήσει | να έχετε εξαντλήσει | να έχουν εξαντλήσει | |
παρακείμενος β' | - | - | - | - | - | - | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι | ενεστώτας | εξάντλει | εξαντλείτε | ||||
αόριστος | εξάντλησε | εξαντλήστε |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.