εντύπωση Koine-Griechisch ἐντύπωσις altgriechisch ἐντυπόω / ἐντυπῶ ἔντυπος ἐν + τύπος ((Lehnübersetzung) französisch impression)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Με τον τρόπο αυτόν, η Ελλάδα έδωσε την εντύπωση ότι είχε εφαρμοστεί η σύμβαση του Σεπτεμβρίου 1995. | Auf diese Weise erweckte Griechenland den Eindruck, der Vertrag vom September 1995 sei durchgeführt worden. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, βάσει των αναλύσεων των διαφόρων εναλλακτικών συμμετοχών που πραγματοποίησε η ITP, προκύπτει ότι η εντύπωση ότι η απόφαση λήφθηκε ουσιαστικά σε συνάρτηση με σειρά ποιοτικών παραγόντων (που συνοψίζονται σε ορισμένα διαγράμματα SWOT), αντί των ποσοτικών παραγόντων (όπως π.χ., του προβλεπόμενου δείκτη εσωτερικής ανταποδοτικότητας, «TIR»), οι οποίοι επίσης κοινοποιήθηκαν στο διοικητικό συμβούλιο. | Schließlich gewinnt man auf der Basis der verschiedenen von ITP angestellten Analysen alternativer Beteiligungsmöglichkeiten den Eindruck, dass die Entscheidung hauptsächlich aufgrund einiger qualitativer Faktoren (die in SWOT-Diagrammen zusammengefasst sind) getroffen wurde und weniger aufgrund quantitativer Faktoren (wie zum Beispiel des internen Zinsfußes [Internal Rate of Return — im Folgenden „IRR“]), die ebenfalls bei der Verwaltungsratssitzung zur Sprache kamen. Übersetzung bestätigt |
Εξάλλου, από τα επιχειρήματα που προέβαλε η RR, προκύπτει η εντύπωση ότι η ίδια δεν ενδιαφερόταν για μικρή συμμετοχή από μέρους της ITP (γύρω στο […] %), πράγμα που θα την είχε υποχρεώσει να διακινδυνεύσει πολύ περισσότερα, να πραγματοποιήσει άμεσα ορισμένες δραστηριότητες ή να αναζητήσει άλλους εταίρους. | Andererseits gewinnt man auf der Basis der von RR vorgebrachten Argumente den Eindruck, dass man dort nicht an einer kleinen Beteiligung von ITP (in der Größenordnung von […] %) interessiert war, weil sonst RR mehr Risiken übernehmen, einige Tätigkeiten selbst ausführen oder andere Partner finden hätte müssen. Übersetzung bestätigt |
Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήταν παράλογο να απαιτείται ανάκτηση ενίσχυσης η οποία χορηγήθηκε σε χρονική στιγμή που οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της δυνατότητας εφαρμογής μετά την προσχώρηση δεσμεύσεων παροχής αποζημιώσεων δεν είχαν αποσαφηνιστεί πλήρως και μπορεί να έδιναν την εντύπωση ότι ήταν πλήρη. | Angesichts der obigen Feststellungen wäre es unangemessen, eine solche Beihilfe zurückzahlen zu lassen, die in einem Zeitraum zugesprochen wurde, als die Leitlinien der Kommission über die Bedingungen der Anwendbarkeit des Ausgleichs nach dem Beitritt noch nicht völlig eindeutig waren und sogar den missverständlichen Eindruck der Vollständigkeit erwecken konnten. Übersetzung bestätigt |
κάθε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη σχετική με την προέλευση, την καταγωγή, τον χαρακτήρα ή τις βασικές ιδιότητες του προϊόντος στην εξωτερική ή εσωτερική συσκευασία, το διαφημιστικό υλικό ή τα έγγραφα που αφορούν τον σχετικό οίνο και τη συσκευασία του προϊόντος στα εμπορευματοκιβώτια που ενδέχεται να δημιουργήσουν εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή του· | alle sonstigen falschen oder irreführenden Angaben, die sich auf Herkunft, Ursprung, Natur oder wesentliche Eigenschaften der Erzeugnisse beziehen und auf der Aufmachung oder der äußeren Verpackung, in der Werbung oder in Unterlagen zu den betreffenden Weinerzeugnissen erscheinen, sowie die Verwendung von Behältnissen, die geeignet sind, einen falschen Eindruck hinsichtlich des Ursprungs zu erwecken; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Impression | die Impressionen |
Genitiv | der Impression | der Impressionen |
Dativ | der Impression | den Impressionen |
Akkusativ | die Impression | die Impressionen |
εντύπωση η [endíposi] : 1.(και ψυχ.) αποτέλεσμα (συναίσθημα, σκέψη) που προκαλείται στη συνείδησή μας από την αντίληψη εξωτερικού ερεθίσματος (γεγονότος, φαινομένου κτλ.), μέσο των αισθήσεων και χωρίς τη μεσολάβηση της κρίσης: Οι πρώτες εντυπώσεις. H τελευταία εντύπωση. Zωηρή / καλή / άριστη / κακή / ευχάριστη / δυσάρεστη / ελεεινή εντύπωση. Θετική / αρνητική εντύπωση. || (έκφρ.) κάνω εντύπωση, προκαλώ το ζωηρό ενδιαφέρον, την έντονη προσοχή άλλου. μου κάνει εντύπωση, μου προκαλεί το ενδιαφέρον, την προσοχή. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.