ελευθερώνω Verb  [eleftherono, eleytherwnw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ελευθερώνω

ελευθερώνω altgriechisch ἐλευθερόω-ἐλευθερῶ ἐλεύθερος


GriechischDeutsch
"Κλέβω" είναι πολύ βαριά λέξη. Προτιμώ "ελευθερώνω".Sagen wir lieber, ich wollte es davon "befreien".

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ελευθερώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελευθερώνωελευθερώνουμε, ελευθερώνομεελευθερώνομαιελευθερωνόμαστε
ελευθερώνειςελευθερώνετεελευθερώνεσαιελευθερώνεστε, ελευθερωνόσαστε
ελευθερώνειελευθερώνουν(ε)ελευθερώνεταιελευθερώνονται
Imper
fekt
ελευθέρωναελευθερώναμεελευθερωνόμουν(α)ελευθερωνόμαστε, ελευθερωνόμασταν
ελευθέρωνεςελευθερώνατεελευθερωνόσουν(α)ελευθερωνόσαστε, ελευθερωνόσασταν
ελευθέρωνεελευθέρωναν, ελευθερώναν(ε)ελευθερωνόταν(ε)ελευθερώνονταν, ελευθερωνόντανε, ελευθερωνόντουσαν
Aoristελευθέρωσαελευθερώσαμεελευθερώθηκαελευθερωθήκαμε
ελευθέρωσεςελευθερώσατεελευθερώθηκεςελευθερωθήκατε
ελευθέρωσεελευθέρωσαν, ελευθερώσαν(ε)ελευθερώθηκεελευθερώθηκαν, ελευθερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελευθερώσει
έχω ελευθερωμένο
έχουμε ελευθερώσει
έχουμε ελευθερωμένο
έχω ελευθερωθεί
είμαι ελευθερωμένος, -η
έχουμε ελευθερωθεί
είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
έχεις ελευθερώσει
έχεις ελευθερωμένο
έχετε ελευθερώσει
έχετε ελευθερωμένο
έχεις ελευθερωθεί
είσαι ελευθερωμένος, -η
έχετε ελευθερωθεί
είστε ελευθερωμένοι, -ες
έχει ελευθερώσει
έχει ελευθερωμένο
έχουν ελευθερώσει
έχουν ελευθερωμένο
έχει ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
έχουν ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελευθερώσει
είχα ελευθερωμένο
είχαμε ελευθερώσει
είχαμε ελευθερωμένο
είχα ελευθερωθεί
ήμουν ελευθερωμένος, -η
είχαμε ελευθερωθεί
ήμαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχες ελευθερώσει
είχες ελευθερωμένο
είχατε ελευθερώσει
είχατε ελευθερωμένο
είχες ελευθερωθεί
ήσουν ελευθερωμένος, -η
είχατε ελευθερωθεί
ήσαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχε ελευθερώσει
είχε ελευθερωμένο
είχαν ελευθερώσει
είχαν ελευθερωμένο
είχε ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένος, -η, -ο
είχαν ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελευθερώνωθα ελευθερώνουμε, θα ελευθερώνομεθα ελευθερώνομαιθα ελευθερωνόμαστε
θα ελευθερώνειςθα ελευθερώνετεθα ελευθερώνεσαιθα ελευθερώνεστε, θα ελευθερωνόσαστε
θα ελευθερώνειθα ελευθερώνουν(ε)θα ελευθερώνεταιθα ελευθερώνονται
Fut
ur
θα ελευθερώσωθα ελευθερώσουμε, θα ελευθερώσομεθα ελευθερωθώθα ελευθερωθούμε
θα ελευθερώσειςθα ελευθερώσετεθα ελευθερωθείςθα ελευθερωθείτε
θα ελευθερώσειθα ελευθερώσουνθα ελευθερωθείθα ελευθερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελευθερώσει
θα έχω ελευθερωμένο
θα έχουμε ελευθερώσει
θα έχουμε ελευθερωμένο
θα έχω ελευθερωθεί
θα είμαι ελευθερωμένος, -η
θα έχουμε ελευθερωθεί
θα είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχεις ελευθερώσει
θα έχεις ελευθερωμένο
θα έχετε ελευθερώσει
θα έχετε ελευθερωμένο
θα έχεις ελευθερωθεί
θα είσαι ελευθερωμένος, -η
θα έχετε ελευθερωθεί
θα είστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχει ελευθερώσει
θα έχει ελευθερωμένο
θα έχουν ελευθερώσει
θα έχουν ελευθερωμένο
θα έχει ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελευθερώνωνα ελευθερώνουμε, να ελευθερώνομενα ελευθερώνομαινα ελευθερωνόμαστε
να ελευθερώνειςνα ελευθερώνετενα ελευθερώνεσαινα ελευθερώνεστε, να ελευθερωνόσαστε
να ελευθερώνεινα ελευθερώνουν(ε)να ελευθερώνεταινα ελευθερώνονται
Aoristνα ελευθερώσωνα ελευθερώσουμε, να ελευθερώσομενα ελευθερωθώνα ελευθερωθούμε
να ελευθερώσειςνα ελευθερώσετενα ελευθερωθείςνα ελευθερωθείτε
να ελευθερώσεινα ελευθερώσουν(ε)να ελευθερωθείνα ελευθερωθούν(ε)
Perfνα έχω ελευθερώσει
να έχω ελευθερωμένο
να έχουμε ελευθερώσει
να έχουμε ελευθερωμένο
να έχω ελευθερωθεί
να είμαι ελευθερωμένος, -η
να έχουμε ελευθερωθεί
να είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχεις ελευθερώσει
να έχεις ελευθερωμένο
να έχετε ελευθερώσει
να έχετε ελευθερωμένο
να έχεις ελευθερωθεί
να είσαι ελευθερωμένος, -η
να έχετε ελευθερωθεί
να είστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχει ελευθερώσει
να έχει ελευθερωμένο
να έχουν ελευθερώσει
να έχουν ελευθερωμένο
να έχει ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
να έχουν ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presελευθέρωνεελευθερώνετεελευθερώνεστε
Aoristελευθέρωσεελευθερώστε, ελευθερώσετεελευθερώσουελευθερωθείτε
Part
izip
Presελευθερώνοντας
Perfέχοντας ελευθερώσει, έχοντας ελευθερωμένοελευθερωμένος, -η, -οελευθερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristελευθερώσειελευθερωθεί











Griechische Definition zu ελευθερώνω

ελευθερώνω [elefθeróno] -ομαι : 1.κάνω κπ. από δούλο ελεύθερο, του δίνω ελευθερία· απελευθερώνω: ελευθερώνω σκλάβο / δούλο. Ελευθέρωσαν την πατρίδα του από το ζυγό της δουλείας. || αφήνω δεσμώτη ή κρατούμενο ελεύθερο: Ελευθέρωσαν τους ομήρους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback