entbinden
 Verb

απαλλάσσω Verb
(1)
γεννώ Verb
(0)
ελευθερώνω Verb
(0)
ξεγεννώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Auch wenn es uns leid tut, wir entbinden ihn von seinen Aufgaben als Premier-Minister.Μετανιώνω. Τον απαλλάσσω από Πρωθυπουργό.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απαλλάσσωαπαλλάσσουμε, απαλλάσσομεαπαλλάσσομαιαπαλλασσόμαστε
απαλλάσσειςαπαλλάσσετεαπαλλάσσεσαιαπαλλάσσεστε, απαλλασσόσαστε
απαλλάσσειαπαλλάσσουν(ε)απαλλάσσεταιαπαλλάσσονται
Imper
fekt
απάλλασσααπαλλάσσαμεαπαλλασσόμουν(α)απαλλασσόμαστε, απαλλασσόμασταν
απάλλασσεςαπαλλάσσατεαπαλλασσόσουν(α)απαλλασσόσαστε, απαλλασσόσασταν
απάλλασσεαπάλλασσαν, απαλλάσσαν(ε)απαλλασσόταν(ε)απαλλάσσονταν, απαλλασσόντανε, απαλλασσόντουσαν
Aoristαπάλλαξααπαλλάξαμεαπαλλάχθηκα, απαλλάχτηκααπαλλαχθήκαμε, απαλλαχτήκαμε
απάλλαξεςαπαλλάξατεαπαλλάχθηκες, απαλλάχτηκεςαπαλλαχθήκατε, απαλλαχτήκατε
απάλλαξεαπάλλαξαν, απαλλάξαν(ε)απαλλάχθηκε, απαλλάχτηκεαπαλλάχθηκαν, απαλλαχθήκαν(ε)
απαλλάχτηκαν, απαλλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απαλλάξει
έχω απαλλαγμένο
έχουμε απαλλάξει
έχουμε απαλλαγμένο
έχω απαλλαχθεί
έχω απαλλαχτεί
έχω απαλλαγεί
είμαι απαλλαγμένος, -η
έχουμε απαλλαχθεί
έχουμε απαλλαχτεί
έχουμε απαλλαγεί
είμαστε απαλλαγμένοι, -ες
έχεις απαλλάξει
έχεις απαλλαγμένο
έχετε απαλλάξει
έχετε απαλλαγμένο
έχεις απαλλαχθεί
έχεις απαλλαχτεί
έχεις απαλλαγεί
είσαι απαλλαγμένος, -η
έχετε απαλλαχθεί
έχετε απαλλαχτεί
έχετε απαλλαγεί
είστε απαλλαγμένοι, -ες
έχει απαλλάξει
έχει απαλλαγμένο
έχουν απαλλάξει
έχουν απαλλαγμένο
έχει απαλλαχθεί
έχει απαλλαχτεί
έχει απαλλαγεί
είναι απαλλαγμένος, -η, -ο
έχουν απαλλαχθεί
έχουν απαλλαχτεί
έχουν απαλλαγεί
είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα απαλλάξει
είχα απαλλαγμένο
είχαμε απαλλάξει
είχαμε απαλλαγμένο
είχα απαλλαχθεί
είχα απαλλαχτεί
είχα απαλλαγεί
ήμουν απαλλαγμένος, -η
είχαμε απαλλαχθεί
είχαμε απαλλαχτεί
είχαμε απαλλαγεί
ήμαστε απαλλαγμένοι, -ες
είχες απαλλάξει
είχες απαλλαγμένο
είχατε απαλλάξει
είχατε απαλλαγμένο
είχες απαλλαχθεί
είχες απαλλαχτεί
είχες απαλλαγεί
ήσουν απαλλαγμένος, -η
είχατε απαλλαχθεί
είχατε απαλλαχτεί
είχατε απαλλαγεί
ήσαστε απαλλαγμένοι, -ες
είχε απαλλάξει
είχε απαλλαγμένο
είχαν απαλλάξει
είχαν απαλλαγμένο
είχε απαλλαχθεί
είχε απαλλατεί
είχε απαλλαγεί
ήταν απαλλαγμένος, -η, -ο
είχαν απαλλαχθεί
είχαν απαλλαχτεί
είχαν απαλλαγεί
ήταν απαλλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απαλλάσσωθα απαλλάσσουμε, θα απαλλάσσομεθα απαλλάσσομαιθα απαλλασσόμαστε
θα απαλλάσσειςθα απαλλάσσετεθα απαλλάσσεσαιθα απαλλάσσεστε, θα απαλλασσόσαστε
θα απαλλάσσειθα απαλλάσσουν(ε)θα απαλλάσσεταιθα απαλλάσσονται
Fut
ur
θα απαλλάξωθα απαλλάξουμε, θα απαλλάξομεθα απαλλαχθώ
θα απαλλαχτώ
θα απαλλαγώ
θα απαλλαχθούμε
θα απαλλαχτούμε
θα απαλλαγούμε
θα απαλλάξειςθα απαλλάξετεθα απαλλαχθείς
θα απαλλαχτείς
θα απαλλαγείς
θα απαλλαχθείτε
θα απαλλαχτείτε
θα απαλλαγείτε
θα απαλλάξειθα απαλλάξουν(ε)θα απαλλαχθεί
θα απαλλαχτεί
θα απαλλαγεί
θα απαλλαχθούν(ε)
θα απαλλαχτούν(ε)
θα απαλλαγούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απαλλάξει
θα έχω απαλλαγμένο
θα έχουμε απαλλάξει
θα έχουμε απαλλαγμένο
θα έχω απαλλαχθεί
θα έχω απαλλαχτεί
θα έχω απαλλαγεί
θα είμαι απαλλαγμένος, -η
θα έχουμε απαλλαχθεί
θα έχουμε απαλλαχτεί
θα έχουμε απαλλαγεί
θα είμαστε απαλλαγμένοι, -ες
θα έχεις απαλλάξει
θα έχεις απαλλαγμένο
θα έχετε απαλλάξει
θα έχετε απαλλαγμένο
θα έχεις απαλλαχθεί
θα έχεις απαλλαχτεί
θα έχεις απαλλαγεί
θα είσαι απαλλαγμένος, -η
θα έχετε απαλλαχθεί
θα έχετε απαλλαχτεί
θα έχετε απαλλαγεί
θα είστε απαλλαγμένοι, -ες
θα έχει απαλλάξει
θα έχει απαλλαγμένο
θα έχουν απαλλάξει
θα έχουν απαλλαγμένο
θα έχει απαλλαχθεί
θα έχει απαλλαχτεί
θα έχει απαλλαγεί
θα είναι απαλλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν απαλλαχθεί
θα έχουν απαλλαχτεί
θα έχουν απαλλαγεί
θα είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απαλλάσσωνα απαλλάσσουμε, να απαλλάσσομενα απαλλάσσομαινα απαλλασσόμαστε
να απαλλάσσειςνα απαλλάσσετενα απαλλάσσεσαινα απαλλάσσεστε, να απαλλασσόσαστε
να απαλλάσσεινα απαλλάσσουν(ε)να απαλλάσσεταινα απαλλάσσονται
Aoristνα απαλλάξωνα απαλλάξουμε, να απαλλάξομενα απαλλαχθώ
να απαλλαχτώ
να απαλλαγώ
να απαλλαχθούμε
να απαλλαχτούμε
να απαλλαγούμε
να απαλλάξειςνα απαλλάξετενα απαλλαχθείς
να απαλλαχτείς
να απαλλαγείς
να απαλλαχθείτε
να απαλλαχτείτε
να απαλλαγείτε
να απαλλάξεινα απαλλάξουν(ε)να απαλλαχθεί
να απαλλαχτεί
να απαλλαγεί
να απαλλαχθούν(ε)
να απαλλαχτούν(ε)
να απαλλαγούν(ε)
Perfνα έχω απαλλάξει
να έχω απαλλαγμένο
να έχουμε απαλλάξει
να έχουμε απαλλαγμένο
να έχω απαλλαχθεί
να έχω απαλλαχτεί
να έχω απαλλαγεί
να είμαι απαλλαγμένος, -η
να έχουμε απαλλαχθεί
να έχουμε απαλλαχτεί
να έχουμε απαλλαγεί
να είμαστε απαλλαγμένοι, -ες
να έχεις απαλλάξει
να έχεις απαλλαγμένο
να έχετε απαλλάξει
να έχετε απαλλαγμένο
να έχεις απαλλαχθεί
να έχεις απαλλαχτεί
να έχεις απαλλαγεί
να είσαι απαλλαγμένος, -η
να έχετε απαλλαχθεί
να έχετε απαλλαχτεί
να έχετε απαλλαγεί
να είστε απαλλαγμένοι, -ες
να έχει απαλλάξει
να έχει απαλλαγμένο
να έχουν απαλλάξει
να έχουν απαλλαγμένο
να έχει απαλλαχθεί
να έχει απαλλαχτεί
να έχει απαλλαγεί
να είναι απαλλαγμένος, -η, -ο
να έχουν απαλλαχθεί
να έχουν απαλλαχτεί
να έχουν απαλλαγεί
να είναι απαλλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπάλλασσεαπαλλάσσετεαπαλλάσσεστε
Aoristαπάλλαξεαπαλλάξτε, απαλλάξετεαπαλλάξουαπαλλαχθείτε, απαλλαχτείτε, απαλλαγείτε
Part
izip
Presαπαλλάσσονταςαπαλλασσόμενος
Perfέχοντας απαλλάξει, έχοντας απαλλαγμένοαπαλλαγμένος, -η, -οαπαλλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαπαλλάξειαπαλλαχθεί, απαλλαχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεννάω, γεννώγεννάμε, γεννούμεγεννιέμαιγεννιόμαστε
γεννάςγεννάτεγεννιέσαιγεννιέστε, γεννιόσαστε
γεννάει, γεννάγεννάν(ε), γεννούν(ε)γεννιέταιγεννιούνται, γεννιόνται
Imper
fekt
γεννούσα, γένναγαγεννούσαμε, γεννάγαμεγεννιόμουν(α)γεννιόμαστε, γεννιόμασταν
γεννούσες, γένναγεςγεννούσατε, γεννάγατεγεννιόσουν(α)γεννιόσαστε, γεννιόσασταν
γεννούσε, γένναγεγεννούσαν(ε), γένναγαν, γεννάγανεγεννιόταν(ε)γεννιόνταν(ε), γεννιούνταν, γεννιόντουσαν
Aoristγέννησαγεννήσαμεγεννήθηκαγεννηθήκαμε
γέννησεςγεννήσατεγεννήθηκεςγεννηθήκατε
γέννησεγέννησαν, γεννήσαν(ε)γεννήθηκεγεννήθηκαν, γεννηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω γεννήσει
έχω γεννημένο
έχουμε γεννήσει
έχουμε γεννημένο
έχω γεννηθεί
είμαι γεννημένος, -η
έχουμε γεννηθεί
είμαστε γεννημένοι, -ες
έχεις γεννήσει
έχεις γεννημένο
έχετε γεννήσει
έχετε γεννημένο
έχεις γεννηθεί
είσαι γεννημένος, -η
έχετε γεννηθεί
είστε γεννημένοι, -ες
έχει γεννήσει
έχει γεννημένο
έχουν γεννήσει
έχουν γεννημένο
έχει γεννηθεί
είναι γεννημένος, -η, -ο
έχουν γεννηθεί
είναι γεννημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα γεννήσει
είχα γεννημένο
είχαμε γεννήσει
είχαμε γεννημένο
είχα γεννηθεί
ήμουν γεννημένος, -η
είχαμε γεννηθεί
ήμαστε γεννημένοι, -ες
είχες γεννήσει
είχες γεννημένο
είχατε γεννήσει
είχατε γεννημένο
είχες γεννηθεί
ήσουν γεννημένος, -η
είχατε γεννηθεί
ήσαστε γεννημένοι, -ες
είχε γεννήσει
είχε γεννημένο
είχαν γεννήσει
είχαν γεννημένο
είχε γεννηθεί
ήταν γεννημένος, -η, -ο
είχαν γεννηθεί
ήταν γεννημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεννάω, θα γεννώθα γεννάμε, θα γεννούμεθα γεννιέμαιθα γεννιόμαστε
θα γεννάςθα γεννάτεθα γεννιέσαιθα γεννιέστε, θα γεννιόσαστε
θα γεννάει, θα γεννάθα γεννάν(ε), θα γεννούν(ε)θα γεννιέταιθα γεννιούνται, θα γεννιόνται
Fut
ur
θα γεννήσωθα γεννήσουμε, θα γεννήσομεθα γεννηθώθα γεννηθούμε
θα γεννήσειςθα γεννήσετεθα γεννηθείςθα γεννηθείτε
θα γεννήσειθα γεννήσουν(ε)θα γεννηθείθα γεννηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεννήσει
θα έχω γεννημένο
θα έχουμε γεννήσει
θα έχουμε γεννημένο
θα έχω γεννηθεί
θα είμαι γεννημένος, -η
θα έχουμε γεννηθεί
θα είμαστε γεννημένοι, -ες
θα έχεις γεννήσει
θα έχεις γεννημένο
θα έχετε γεννήσει
θα έχετε γεννημένο
θα έχεις γεννηθεί
θα είσαι γεννημένος, -η
θα έχετε γεννηθεί
θα είστε γεννημένοι, -ες
θα έχει γεννήσει
θα έχει γεννημένο
θα έχουν γεννήσει
θα έχουν γεννημένο
θα έχει γεννηθεί
θα είναι γεννημένος, -η, -ο
θα έχουν γεννηθεί
θα είναι γεννημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεννάω, να γεννώνα γεννάμε, να γεννούμενα γεννιέμαινα γεννιόμαστε
να γεννάςνα γεννάτενα γεννιέσαινα γεννιέστε, να γεννιόσαστε
να γεννάει, να γεννάνα γεννάν(ε), να γεννούν(ε)να γεννιέταινα γεννιούνται, να γεννιόνται
Aoristνα γεννήσωνα γεννήσουμε, να γεννήσομενα γεννηθώνα γεννηθούμε
να γεννήσειςνα γεννήσετενα γεννηθείςνα γεννηθείτε
να γεννήσεινα γεννήσουν(ε)να γεννηθείνα γεννηθούν(ε)
Perfνα έχω γεννήσει
να έχω γεννημένο
να έχουμε γεννήσει
να έχουμε γεννημένο
να έχω γεννηθεί
να είμαι γεννημένος, -η
να έχουμε γεννηθεί
να είμαστε γεννημένοι, -ες
να έχεις γεννήσει
να έχεις γεννημένο
να έχετε γεννήσει
να έχετε γεννημένο
να έχεις γεννηθεί
να είσαι γεννημένος, -η
να έχετε γεννηθεί
να είστε γεννημένοι, -η
να έχει γεννήσει
να έχει γεννημένο
να έχουν γεννήσει
να έχουν γεννημένο
να έχει γεννηθεί
να είναι γεννημένος, -η, -ο
να έχουν γεννηθεί
να είναι γεννημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγέννα, γένναγεγεννάτεγεννιέστε
Aoristγέννησε, γένναγεννήστεγεννήσουγεννηθείτε
Part
izip
Presγεννώντας
Perfέχοντας γεννήσει, έχοντας γεννημένογεννημένος, -η, -ογεννημένοι, -ες, -α
InfinAoristγεννήσειγεννηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελευθερώνωελευθερώνουμε, ελευθερώνομεελευθερώνομαιελευθερωνόμαστε
ελευθερώνειςελευθερώνετεελευθερώνεσαιελευθερώνεστε, ελευθερωνόσαστε
ελευθερώνειελευθερώνουν(ε)ελευθερώνεταιελευθερώνονται
Imper
fekt
ελευθέρωναελευθερώναμεελευθερωνόμουν(α)ελευθερωνόμαστε, ελευθερωνόμασταν
ελευθέρωνεςελευθερώνατεελευθερωνόσουν(α)ελευθερωνόσαστε, ελευθερωνόσασταν
ελευθέρωνεελευθέρωναν, ελευθερώναν(ε)ελευθερωνόταν(ε)ελευθερώνονταν, ελευθερωνόντανε, ελευθερωνόντουσαν
Aoristελευθέρωσαελευθερώσαμεελευθερώθηκαελευθερωθήκαμε
ελευθέρωσεςελευθερώσατεελευθερώθηκεςελευθερωθήκατε
ελευθέρωσεελευθέρωσαν, ελευθερώσαν(ε)ελευθερώθηκεελευθερώθηκαν, ελευθερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελευθερώσει
έχω ελευθερωμένο
έχουμε ελευθερώσει
έχουμε ελευθερωμένο
έχω ελευθερωθεί
είμαι ελευθερωμένος, -η
έχουμε ελευθερωθεί
είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
έχεις ελευθερώσει
έχεις ελευθερωμένο
έχετε ελευθερώσει
έχετε ελευθερωμένο
έχεις ελευθερωθεί
είσαι ελευθερωμένος, -η
έχετε ελευθερωθεί
είστε ελευθερωμένοι, -ες
έχει ελευθερώσει
έχει ελευθερωμένο
έχουν ελευθερώσει
έχουν ελευθερωμένο
έχει ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
έχουν ελευθερωθεί
είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελευθερώσει
είχα ελευθερωμένο
είχαμε ελευθερώσει
είχαμε ελευθερωμένο
είχα ελευθερωθεί
ήμουν ελευθερωμένος, -η
είχαμε ελευθερωθεί
ήμαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχες ελευθερώσει
είχες ελευθερωμένο
είχατε ελευθερώσει
είχατε ελευθερωμένο
είχες ελευθερωθεί
ήσουν ελευθερωμένος, -η
είχατε ελευθερωθεί
ήσαστε ελευθερωμένοι, -ες
είχε ελευθερώσει
είχε ελευθερωμένο
είχαν ελευθερώσει
είχαν ελευθερωμένο
είχε ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένος, -η, -ο
είχαν ελευθερωθεί
ήταν ελευθερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελευθερώνωθα ελευθερώνουμε, θα ελευθερώνομεθα ελευθερώνομαιθα ελευθερωνόμαστε
θα ελευθερώνειςθα ελευθερώνετεθα ελευθερώνεσαιθα ελευθερώνεστε, θα ελευθερωνόσαστε
θα ελευθερώνειθα ελευθερώνουν(ε)θα ελευθερώνεταιθα ελευθερώνονται
Fut
ur
θα ελευθερώσωθα ελευθερώσουμε, θα ελευθερώσομεθα ελευθερωθώθα ελευθερωθούμε
θα ελευθερώσειςθα ελευθερώσετεθα ελευθερωθείςθα ελευθερωθείτε
θα ελευθερώσειθα ελευθερώσουνθα ελευθερωθείθα ελευθερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελευθερώσει
θα έχω ελευθερωμένο
θα έχουμε ελευθερώσει
θα έχουμε ελευθερωμένο
θα έχω ελευθερωθεί
θα είμαι ελευθερωμένος, -η
θα έχουμε ελευθερωθεί
θα είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχεις ελευθερώσει
θα έχεις ελευθερωμένο
θα έχετε ελευθερώσει
θα έχετε ελευθερωμένο
θα έχεις ελευθερωθεί
θα είσαι ελευθερωμένος, -η
θα έχετε ελευθερωθεί
θα είστε ελευθερωμένοι, -ες
θα έχει ελευθερώσει
θα έχει ελευθερωμένο
θα έχουν ελευθερώσει
θα έχουν ελευθερωμένο
θα έχει ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
θα έχουν ελευθερωθεί
θα είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελευθερώνωνα ελευθερώνουμε, να ελευθερώνομενα ελευθερώνομαινα ελευθερωνόμαστε
να ελευθερώνειςνα ελευθερώνετενα ελευθερώνεσαινα ελευθερώνεστε, να ελευθερωνόσαστε
να ελευθερώνεινα ελευθερώνουν(ε)να ελευθερώνεταινα ελευθερώνονται
Aoristνα ελευθερώσωνα ελευθερώσουμε, να ελευθερώσομενα ελευθερωθώνα ελευθερωθούμε
να ελευθερώσειςνα ελευθερώσετενα ελευθερωθείςνα ελευθερωθείτε
να ελευθερώσεινα ελευθερώσουν(ε)να ελευθερωθείνα ελευθερωθούν(ε)
Perfνα έχω ελευθερώσει
να έχω ελευθερωμένο
να έχουμε ελευθερώσει
να έχουμε ελευθερωμένο
να έχω ελευθερωθεί
να είμαι ελευθερωμένος, -η
να έχουμε ελευθερωθεί
να είμαστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχεις ελευθερώσει
να έχεις ελευθερωμένο
να έχετε ελευθερώσει
να έχετε ελευθερωμένο
να έχεις ελευθερωθεί
να είσαι ελευθερωμένος, -η
να έχετε ελευθερωθεί
να είστε ελευθερωμένοι, -ες
να έχει ελευθερώσει
να έχει ελευθερωμένο
να έχουν ελευθερώσει
να έχουν ελευθερωμένο
να έχει ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένος, -η, -ο
να έχουν ελευθερωθεί
να είναι ελευθερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presελευθέρωνεελευθερώνετεελευθερώνεστε
Aoristελευθέρωσεελευθερώστε, ελευθερώσετεελευθερώσουελευθερωθείτε
Part
izip
Presελευθερώνοντας
Perfέχοντας ελευθερώσει, έχοντας ελευθερωμένοελευθερωμένος, -η, -οελευθερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristελευθερώσειελευθερωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback