διακόπτω altgriechisch διακόπτω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ζητώ συγνώμη που σας διακόπτω, αν και είστε εισηγητής, αλλά δεν είναι σωστό ο εισηγητής να αρχίζει να αγορεύει πριν ψηφίσουμε. | Leider muss ich Sie als den Berichterstatter unterbrechen, aber es ist nicht üblich, dass der Berichterstatter vor der Abstimmung das Wort ergreift. Übersetzung bestätigt |
Στο σημείο αυτό πρέπει να διακόπτω. | An dieser Stelle muss ich dann unterbrechen. Übersetzung bestätigt |
Ζητώ συγγνώμη που σας διακόπτω. | Ich muss Sie leider unterbrechen. Übersetzung bestätigt |
Είμαι υποχρεωμένος να διακόπτω τους βουλευτές σε περίπτωση που μιλούν πολύ γρήγορα. | Ich bin verpflichtet, zu unterbrechen, wenn zu schnell geredet wird. Übersetzung bestätigt |
Θα σας διακόπτω όλους έπειτα από ένα λεπτό. | Ich werde jeden nach einer Minute unterbrechen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διακόπτω | διακόπτουμε, διακόπτομε | διακόπτομαι | διακοπτόμαστε |
διακόπτεις | διακόπτετε | διακόπτεσαι | διακόπτεστε, διακοπτόσαστε | ||
διακόπτει | διακόπτουν(ε) | διακόπτεται | διακόπτονται | ||
Imper fekt | διέκοπτα | διακόπταμε | διακοπτόμουν(α) | διακοπτόμαστε, διακοπτόμασταν | |
διέκοπτες | διακόπτατε | διακοπτόσουν(α) | διακοπτόσαστε | ||
διέκοπτε | διέκοπταν, διακόπταν(ε) | διακοπτόταν(ε) | διακόπτονταν | ||
Aorist | διέκοψα | διακόψαμε | διακόπηκα | διακοπήκαμε | |
διέκοψες | διακόψατε | διακόπηκες | διακοπήκατε | ||
διέκοψε | διέκοψαν, διακόψαν(ε) | διακόπηκε | διακόπηκαν, διακοπήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διακόψει | έχουμε διακόψει | έχω διακοπεί | έχουμε διακοπεί | |
έχεις διακόψει | έχετε διακόψει | έχεις διακοπεί | έχετε διακοπεί | ||
έχει διακόψει | έχουν διακόψει | έχει διακοπεί | έχουν διακοπεί | ||
Plu per fekt | είχα διακόψει | είχαμε διακόψει | είχα διακοπεί | είχαμε διακοπεί | |
είχες διακόψει | είχατε διακόψει | είχες διακοπεί | είχατε διακοπεί | ||
είχε διακόψει | είχαν διακόψει | είχε διακοπεί | είχαν διακοπεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διακόπτω | θα διακόπτουμε, | θα διακόπτομαι | θα διακοπτόμαστε | |
θα διακόπτεις | θα διακόπτετε | θα διακόπτεσαι | θα διακόπτεστε, | ||
θα διακόπτει | θα διακόπτουν(ε) | θα διακόπτεται | θα διακόπτονται | ||
Fut ur | θα διακόψω | θα διακόψουμε, | θα διακοπώ | θα διακοπούμε | |
θα διακόψεις | θα διακόψετε | θα διακοπείς | θα διακοπείτε | ||
θα διακόψει | θα διακόψουν(ε) | θα διακοπεί | θα διακοπούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διακόψει | θα έχουμε διακόψει | θα έχω διακοπεί | θα έχουμε διακοπεί | |
θα έχεις διακόψει | θα έχετε διακόψει | θα έχεις διακοπεί | θα έχετε διακοπεί | ||
θα έχει διακόψει | θα έχουν διακόψει | θα έχει διακοπεί | θα έχουν διακοπεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διακόπτω | να διακόπτουμε, | να διακόπτομαι | να διακοπτόμαστε |
να διακόπτεις | να διακόπτετε | να διακόπτεσαι | να διακόπτεστε, | ||
να διακόπτει | να διακόπτουν(ε) | να διακόπτεται | να διακόπτονται | ||
Aorist | να διακόψω | να διακόψουμε, | να διακοπώ | να διακοπούμε | |
να διακόψεις | να διακόψετε | να διακοπείς | να διακοπείτε | ||
να διακόψει | να διακόψουν(ε) | να διακοπεί | να διακοπούν(ε) | ||
Perf | να έχω διακόψει | να έχουμε διακόψει | να έχω διακοπεί | να έχουμε διακοπεί | |
να έχεις διακόψει | να έχετε διακόψει | να έχεις διακοπεί | να έχετε διακοπεί | ||
να έχει διακόψει | να έχουν διακόψει | να έχει διακοπεί | να έχουν διακοπεί | ||
Imper ativ | Pres | διακόπτε | διακόπτετε | διακόπτεστε | |
Aorist | διακόψε | διακόψετε, διακόψτε | διακόψου | διακοπείτε | |
Part izip | Pres | διακόπτοντας | διακοπτόμενος | ||
Perf | έχοντας διακόψει | διακεκομμένος, -η, -ο | διακεκομμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διακόψει | διακοπεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterbreche | ||
du | unterbrichst | |||
er, sie, es | unterbricht | |||
Präteritum | ich | unterbrach | ||
Konjunktiv II | ich | unterbräche | ||
Imperativ | Singular | unterbrich! | ||
Plural | unterbrecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterbrochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterbrechen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | breche ab | ||
du | brichst ab | |||
er, sie, es | bricht ab | |||
Präteritum | ich | brach ab | ||
Konjunktiv II | ich | bräche ab | ||
Imperativ | Singular | brich ab! | ||
Plural | brecht ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgebrochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abbrechen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beende | ||
du | beendest | |||
er, sie, es | beendet | |||
Präteritum | ich | beendete | ||
Konjunktiv II | ich | beendete | ||
Imperativ | Singular | beende! | ||
Plural | beendet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beendet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beenden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | pausiere | ||
du | pausierst | |||
er, sie, es | pausiert | |||
Präteritum | ich | pausierte | ||
Konjunktiv II | ich | pausierte | ||
Imperativ | Singular | pausiere! pausier! | ||
Plural | pausiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
pausiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:pausieren |
διακόπτω [δiakópto] -ομαι Ρ αόρ. διέκοψα, απαρέμφ. διακόψει, παθ. αόρ. διακόπηκα, απαρέμφ. διακοπεί, μππ. διακεκομμένος* : ΣYN σταματώ. 1α. δίνω ένα προσωρινό ή οριστικό τέλος σε μια πορεία, σε μια διαδικασία ή σε μια δραστηριότητα που δεν έχει ολοκληρωθεί: Θα διακόψω το ταξίδι μου στη Λάρισα για λίγες ώρες / μέρες. Tο μεσημέρι διακόπτουν οι υπάλληλοι τη δουλειά για να ξεκουραστούν. Θα διακόψουμε (τα μαθήματα) για το Πάσχα. Tα σχολεία διακόπτουν (τα μαθήματα) το καλοκαίρι. H συζήτηση / οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν απότομα. Aποφάσισε να μη συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά να τις διακόψει. Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου. Mου διέκοψες τον ύπνο / το φαγητό (στη μέση). Διέκοψαν τις σχέσεις τους. Διέκοψε με όλους τους φίλους του / με την κοπέλα του, διέκοψε τις σχέσεις. β. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω να λειτουργήσει κτ. ή να διεξαχθεί ομαλά: Θα διακόψουν την παροχή του ηλεκτρικού / του νερού. Διακόπηκε η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων) στην εθνική οδό. Διακόπηκαν οι αεροπορικές πτήσεις. γ. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω σε κπ. να συνεχίσει να κάνει κτ.: Mε διέκοψε από το διάβασμα / από τη δουλειά μου. Mη με διακόπτεις όταν γράφω. Tον διέκοψαν από τη δουλειά, τον απέλυσαν. || δεν αφήνω κπ. να συνεχίσει το λόγο του, τον σταματώ όταν μιλάει: Άφησέ με να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και μη με διακόπτεις συνέχεια. Mου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι; Tο λόγο του τον διέκοπταν χειροκροτήματα / συνθήματα διαμαρτυρίας. || Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν, διακόπηκε η τηλεφωνική σύνδεση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.