διακόπτω Verb  [diakopto, thiakopto, diakoptw]

  Verb
(111)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu διακόπτω

διακόπτω altgriechisch διακόπτω


GriechischDeutsch
Ζητώ συγνώμη που σας διακόπτω, αν και είστε εισηγητής, αλλά δεν είναι σωστό ο εισηγητής να αρχίζει να αγορεύει πριν ψηφίσουμε.Leider muss ich Sie als den Berichterstatter unterbrechen, aber es ist nicht üblich, dass der Berichterstatter vor der Abstimmung das Wort ergreift.

Übersetzung bestätigt

Στο σημείο αυτό πρέπει να διακόπτω.An dieser Stelle muss ich dann unterbrechen.

Übersetzung bestätigt

Ζητώ συγγνώμη που σας διακόπτω.Ich muss Sie leider unterbrechen.

Übersetzung bestätigt

Είμαι υποχρεωμένος να διακόπτω τους βουλευτές σε περίπτωση που μιλούν πολύ γρήγορα.Ich bin verpflichtet, zu unterbrechen, wenn zu schnell geredet wird.

Übersetzung bestätigt

Θα σας διακόπτω όλους έπειτα από ένα λεπτό.Ich werde jeden nach einer Minute unterbrechen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διακόπτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διακόπτωδιακόπτουμε, διακόπτομεδιακόπτομαιδιακοπτόμαστε
διακόπτειςδιακόπτετεδιακόπτεσαιδιακόπτεστε, διακοπτόσαστε
διακόπτειδιακόπτουν(ε)διακόπτεταιδιακόπτονται
Imper
fekt
διέκοπταδιακόπταμεδιακοπτόμουν(α)διακοπτόμαστε, διακοπτόμασταν
διέκοπτεςδιακόπτατεδιακοπτόσουν(α)διακοπτόσαστε
διέκοπτεδιέκοπταν, διακόπταν(ε)διακοπτόταν(ε)διακόπτονταν
Aoristδιέκοψαδιακόψαμεδιακόπηκαδιακοπήκαμε
διέκοψεςδιακόψατεδιακόπηκεςδιακοπήκατε
διέκοψεδιέκοψαν, διακόψαν(ε)διακόπηκεδιακόπηκαν, διακοπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διακόψειέχουμε διακόψειέχω διακοπείέχουμε διακοπεί
έχεις διακόψειέχετε διακόψειέχεις διακοπείέχετε διακοπεί
έχει διακόψειέχουν διακόψειέχει διακοπείέχουν διακοπεί
Plu
per
fekt
είχα διακόψειείχαμε διακόψειείχα διακοπείείχαμε διακοπεί
είχες διακόψειείχατε διακόψειείχες διακοπείείχατε διακοπεί
είχε διακόψειείχαν διακόψειείχε διακοπείείχαν διακοπεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διακόπτωθα διακόπτουμε, θα διακόπτομεθα διακόπτομαιθα διακοπτόμαστε
θα διακόπτειςθα διακόπτετεθα διακόπτεσαιθα διακόπτεστε, θα διακοπτόσαστε
θα διακόπτειθα διακόπτουν(ε)θα διακόπτεταιθα διακόπτονται
Fut
ur
θα διακόψωθα διακόψουμε, θα διακόψομεθα διακοπώθα διακοπούμε
θα διακόψειςθα διακόψετεθα διακοπείςθα διακοπείτε
θα διακόψειθα διακόψουν(ε)θα διακοπείθα διακοπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διακόψειθα έχουμε διακόψειθα έχω διακοπείθα έχουμε διακοπεί
θα έχεις διακόψειθα έχετε διακόψειθα έχεις διακοπείθα έχετε διακοπεί
θα έχει διακόψειθα έχουν διακόψειθα έχει διακοπείθα έχουν διακοπεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διακόπτωνα διακόπτουμε, να διακόπτομενα διακόπτομαινα διακοπτόμαστε
να διακόπτειςνα διακόπτετενα διακόπτεσαινα διακόπτεστε, να διακοπτόσαστε
να διακόπτεινα διακόπτουν(ε)να διακόπτεταινα διακόπτονται
Aoristνα διακόψωνα διακόψουμε, να διακόψομενα διακοπώνα διακοπούμε
να διακόψειςνα διακόψετενα διακοπείςνα διακοπείτε
να διακόψεινα διακόψουν(ε)να διακοπείνα διακοπούν(ε)
Perfνα έχω διακόψεινα έχουμε διακόψεινα έχω διακοπείνα έχουμε διακοπεί
να έχεις διακόψεινα έχετε διακόψεινα έχεις διακοπείνα έχετε διακοπεί
να έχει διακόψεινα έχουν διακόψεινα έχει διακοπείνα έχουν διακοπεί
Imper
ativ
Presδιακόπτεδιακόπτετεδιακόπτεστε
Aoristδιακόψεδιακόψετε, διακόψτεδιακόψουδιακοπείτε
Part
izip
Presδιακόπτονταςδιακοπτόμενος
Perfέχοντας διακόψειδιακεκομμένος, -η, -οδιακεκομμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιακόψειδιακοπεί











Griechische Definition zu διακόπτω

διακόπτω [δiakópto] -ομαι Ρ αόρ. διέκοψα, απαρέμφ. διακόψει, παθ. αόρ. διακόπηκα, απαρέμφ. διακοπεί, μππ. διακεκομμένος* : ΣYN σταματώ. 1α. δίνω ένα προσωρινό ή οριστικό τέλος σε μια πορεία, σε μια διαδικασία ή σε μια δραστηριότητα που δεν έχει ολοκληρωθεί: Θα διακόψω το ταξίδι μου στη Λάρισα για λίγες ώρες / μέρες. Tο μεσημέρι διακόπτουν οι υπάλληλοι τη δουλειά για να ξεκουραστούν. Θα διακόψουμε (τα μαθήματα) για το Πάσχα. Tα σχολεία διακόπτουν (τα μαθήματα) το καλοκαίρι. H συζήτηση / οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν απότομα. Aποφάσισε να μη συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά να τις διακόψει. Θα διακοπεί η χρηματοδότηση του έργου. Mου διέκοψες τον ύπνο / το φαγητό (στη μέση). Διέκοψαν τις σχέσεις τους. Διέκοψε με όλους τους φίλους του / με την κοπέλα του, διέκοψε τις σχέσεις. β. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω να λειτουργήσει κτ. ή να διεξαχθεί ομαλά: Θα διακόψουν την παροχή του ηλεκτρικού / του νερού. Διακόπηκε η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων) στην εθνική οδό. Διακόπηκαν οι αεροπορικές πτήσεις. γ. εμποδίζω ή δεν επιτρέπω σε κπ. να συνεχίσει να κάνει κτ.: Mε διέκοψε από το διάβασμα / από τη δουλειά μου. Mη με διακόπτεις όταν γράφω. Tον διέκοψαν από τη δουλειά, τον απέλυσαν. || δεν αφήνω κπ. να συνεχίσει το λόγο του, τον σταματώ όταν μιλάει: Άφησέ με να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και μη με διακόπτεις συνέχεια. Mου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι; Tο λόγο του τον διέκοπταν χειροκροτήματα / συνθήματα διαμαρτυρίας. || Ενώ μιλούσαμε (στο τηλέφωνο) μας διέκοψαν, διακόπηκε η τηλεφωνική σύνδεση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback