Deutsch | Griechisch |
---|---|
Leider muss ich Sie als den Berichterstatter unterbrechen, aber es ist nicht üblich, dass der Berichterstatter vor der Abstimmung das Wort ergreift. | Ζητώ συγνώμη που σας διακόπτω, αν και είστε εισηγητής, αλλά δεν είναι σωστό ο εισηγητής να αρχίζει να αγορεύει πριν ψηφίσουμε. Übersetzung bestätigt |
An dieser Stelle muss ich dann unterbrechen. | Στο σημείο αυτό πρέπει να διακόπτω. Übersetzung bestätigt |
Ich muss Sie leider unterbrechen. | Ζητώ συγγνώμη που σας διακόπτω. Übersetzung bestätigt |
Ich bin verpflichtet, zu unterbrechen, wenn zu schnell geredet wird. | Είμαι υποχρεωμένος να διακόπτω τους βουλευτές σε περίπτωση που μιλούν πολύ γρήγορα. Übersetzung bestätigt |
Ich werde jeden nach einer Minute unterbrechen. | Θα σας διακόπτω όλους έπειτα από ένα λεπτό. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
intermittieren |
unterbrechen |
zeitweilig aufheben |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterbreche | ||
du | unterbrichst | |||
er, sie, es | unterbricht | |||
Präteritum | ich | unterbrach | ||
Konjunktiv II | ich | unterbräche | ||
Imperativ | Singular | unterbrich! | ||
Plural | unterbrecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterbrochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterbrechen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διακόπτω | διακόπτουμε, διακόπτομε | διακόπτομαι | διακοπτόμαστε |
διακόπτεις | διακόπτετε | διακόπτεσαι | διακόπτεστε, διακοπτόσαστε | ||
διακόπτει | διακόπτουν(ε) | διακόπτεται | διακόπτονται | ||
Imper fekt | διέκοπτα | διακόπταμε | διακοπτόμουν(α) | διακοπτόμαστε, διακοπτόμασταν | |
διέκοπτες | διακόπτατε | διακοπτόσουν(α) | διακοπτόσαστε | ||
διέκοπτε | διέκοπταν, διακόπταν(ε) | διακοπτόταν(ε) | διακόπτονταν | ||
Aorist | διέκοψα | διακόψαμε | διακόπηκα | διακοπήκαμε | |
διέκοψες | διακόψατε | διακόπηκες | διακοπήκατε | ||
διέκοψε | διέκοψαν, διακόψαν(ε) | διακόπηκε | διακόπηκαν, διακοπήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω διακόψει | έχουμε διακόψει | έχω διακοπεί | έχουμε διακοπεί | |
έχεις διακόψει | έχετε διακόψει | έχεις διακοπεί | έχετε διακοπεί | ||
έχει διακόψει | έχουν διακόψει | έχει διακοπεί | έχουν διακοπεί | ||
Plu per fekt | είχα διακόψει | είχαμε διακόψει | είχα διακοπεί | είχαμε διακοπεί | |
είχες διακόψει | είχατε διακόψει | είχες διακοπεί | είχατε διακοπεί | ||
είχε διακόψει | είχαν διακόψει | είχε διακοπεί | είχαν διακοπεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα διακόπτω | θα διακόπτουμε, | θα διακόπτομαι | θα διακοπτόμαστε | |
θα διακόπτεις | θα διακόπτετε | θα διακόπτεσαι | θα διακόπτεστε, | ||
θα διακόπτει | θα διακόπτουν(ε) | θα διακόπτεται | θα διακόπτονται | ||
Fut ur | θα διακόψω | θα διακόψουμε, | θα διακοπώ | θα διακοπούμε | |
θα διακόψεις | θα διακόψετε | θα διακοπείς | θα διακοπείτε | ||
θα διακόψει | θα διακόψουν(ε) | θα διακοπεί | θα διακοπούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω διακόψει | θα έχουμε διακόψει | θα έχω διακοπεί | θα έχουμε διακοπεί | |
θα έχεις διακόψει | θα έχετε διακόψει | θα έχεις διακοπεί | θα έχετε διακοπεί | ||
θα έχει διακόψει | θα έχουν διακόψει | θα έχει διακοπεί | θα έχουν διακοπεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διακόπτω | να διακόπτουμε, | να διακόπτομαι | να διακοπτόμαστε |
να διακόπτεις | να διακόπτετε | να διακόπτεσαι | να διακόπτεστε, | ||
να διακόπτει | να διακόπτουν(ε) | να διακόπτεται | να διακόπτονται | ||
Aorist | να διακόψω | να διακόψουμε, | να διακοπώ | να διακοπούμε | |
να διακόψεις | να διακόψετε | να διακοπείς | να διακοπείτε | ||
να διακόψει | να διακόψουν(ε) | να διακοπεί | να διακοπούν(ε) | ||
Perf | να έχω διακόψει | να έχουμε διακόψει | να έχω διακοπεί | να έχουμε διακοπεί | |
να έχεις διακόψει | να έχετε διακόψει | να έχεις διακοπεί | να έχετε διακοπεί | ||
να έχει διακόψει | να έχουν διακόψει | να έχει διακοπεί | να έχουν διακοπεί | ||
Imper ativ | Pres | διακόπτε | διακόπτετε | διακόπτεστε | |
Aorist | διακόψε | διακόψετε, διακόψτε | διακόψου | διακοπείτε | |
Part izip | Pres | διακόπτοντας | διακοπτόμενος | ||
Perf | έχοντας διακόψει | διακεκομμένος, -η, -ο | διακεκομμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διακόψει | διακοπεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.