Griechisch | Deutsch |
---|---|
Με την αδειά σας, καλώ τον πρώτο μάρτυρα, την δεσποινίς Σου Κάρτερ. | Mit Ihrer Erlaubnis rufe ich die 1. Zeugin auf, Miss Sue Carter. Übersetzung nicht bestätigt |
Αν ζητάς αδειά για νηστεία, δεν με νοιάζει. | Wenn du mich nach der Erlaubnis fragst, fasten zu dürfen, tu's einfach. Übersetzung nicht bestätigt |
Οπότε, με την αδειά σας, θα ήθελα να κανονίσω μια συνάντηση για να καθίσετε και να... | Mit Ihrer Erlaubnis würde ich gerne ein Treffen für Sie arrangieren, damit Sie sich treffen und... Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
άδειασμα |
αδειανός -ή -ό |
αδειάζω |
άδεια δόμησης |
άδεια εισαγωγής |
Noch keine Grammatik zu αδειά.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Erlaubnis | die Erlaubnisse |
Genitiv | der Erlaubnis | der Erlaubnisse |
Dativ | der Erlaubnis | den Erlaubnissen |
Akkusativ | die Erlaubnis | die Erlaubnisse |
άδεια η [áδia] λόγ. γεν. και αδείας : 1α.συγκατάθεση, δικαίωμα που δίνεται σε κπ. να πει ή να κάνει κτ.: Zητώ από το προεδρείο την αδειά να λάβω το λόγο. Δεν πηγαίνει πουθενά, αν δεν πάρει την αδειά των γονιών της. Ποιος σου έδωσε την αδειά να φύγεις; Aυτός ο γάμος έγινε παρά τις αντιρρήσεις μου και χωρίς την άδειά μου. (έκφρ.) με την άδειά σας, ευγενική διατύπωση που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κτ.: Mπορώ να φύγω / να καπνίσω, με την άδειά σας; β1. διοικητική πράξη η οποία δίνει σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. ή να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα, συνήθ. ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: Στους δημοσιογράφους δόθηκε αδειά εισόδου στο υπουργείο / στο δικαστήριο. Zήτησε αδειά μικροπωλητή από την αρμόδια υπηρεσία. H αδειά ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου χορηγείται ύστερα από εξετάσεις. Tο λιμεναρχείο δεν έδωσε αδειά απόπλου στα μικρά σκάφη λόγω θαλασσοταραχής. Οι κυνηγοί έχουν αδειά κατοχής όπλου. || (στρατ.): αδειά εξόδου, δικαίωμα ολιγόωρης απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Ο διοικητής έδωσε αδειά εξόδου στους στρατιώτες. αδειά διανυκτέρευσης, το δικαίωμα απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. || (έκφρ.) ποιητική αδειά, παρέκκλιση από γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, που επιτρέπεται στην ποίηση, για μετρικούς συνήθ. λόγους. (λόγ.) ποιητική αδεία, για κτ. που λέγεται με την ελευθερία που δίνει ο ποιητικός λόγος στον τρόπο έκφρασης. β2. το έγγραφο που επικυρώνει το παραπάνω δικαίωμα και που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή: H τροχαία ζήτησε από τον οδηγό την αδειά οδηγήσεως (αυτοκινήτου). Kατέθεσε στο ληξιαρχείο την αδειά γάμου / κηδείας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.