{η}  άσκηση Subst.  [askisi, askhsh]

{die}    Subst.
(4728)
{die}    Subst.
(817)
{die}    Subst.
(217)
{das}    Subst.
(93)
{das}    Subst.
(22)
{die}    Subst.
(8)

Etymologie zu άσκηση

άσκηση altgriechisch ἄσκησις


GriechischDeutsch
Η οδηγία 2004/52/ΕΚ, άρθρο 4 παράγραφος 4, προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τον ορισμό της ΕΥΤ σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, η οποία θεσπίζει τις διαδικασίες για την άσκηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [9].Gemäß Artikel 4 Absatz 4 der Richtlinie 2004/52/EG trifft die Kommission Entscheidungen über die Merkmale des EETS im Einklang mit dem Beschluss 1999/468/EG des Rates vom 28. Juni 1999 zur Festlegung der Modalitäten für die Ausübung der der Kommission übertragenen Durchführungsbefugnisse [9].

Übersetzung bestätigt

Κάθε εργαζόμενος μπορεί να υποχρεωθεί σε αποκατάσταση, εν όλω ή εν μέρει, της ζημίας που υπέστη το Κέντρο λόγω προσωπικών του σοβαρών παραπτωμάτων τα οποία τυχόν διέπραξε κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.Ein Beschäftigter kann zum vollen oder teilweisen Ersatz eines Schadens herangezogen werden, den das Zentrum durch sein schwerwiegendes Verschulden in Ausübung oder im Zusammenhang mit der Ausübung seiner Dienstpflichten erlitten hat.

Übersetzung bestätigt

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [1], και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 1,gestützt auf die Verordnung (EG) Nr. 3286/94 des Rates vom 22. Dezember 1994 zur Festlegung der Verfahren der Gemeinschaft im Bereich der gemeinsamen Handelspolitik zur Ausübung der Rechte der Gemeinschaft nach internationalen Handelsregeln, insbesondere den im Rahmen der Welthandelsorganisation vereinbarten Regeln [1], insbesondere auf Artikel 11 Absatz 1,

Übersetzung bestätigt

Μόνον οι ενισχύσεις για την αντιστάθμιση των ζημιών που υπέστησαν οι γεωργοί, και τούτο κατά την άσκηση δραστηριότητας γεωργικής παραγωγής, μπορούν να εγκριθούν δυνάμει του εν λόγω σημείου.Nur Beihilfen, mit denen Schäden ausgeglichen werden sollen, die Landwirte in Ausübung einer landwirtschaftlichen Tätigkeit erlitten haben, können gemäß dieser Ziffer genehmigt werden.

Übersetzung bestätigt

Προκειμένου για τον ισχυρισμό της Ελλάδας ότι το μέτρο δεν έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, για να είναι γενική φύσεως ένα μέτρο, πρέπει να έχουν σ’ αυτό πραγματική και επί ίσοις όροις πρόσβαση όλοι οι οικονομικοί παράγοντες που δραστηριοποιούνται σε ένα κράτος μέλος και να μην περιστέλλεται εκ των πραγμάτων το πεδίο εφαρμογής του, παραδείγματος χάρη με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το κράτος για τη χορήγησή του ή μέσω άλλων παραγόντων που περιορίζουν το πρακτικό του αποτέλεσμα.Zur Behauptung Griechenlands, dass die Maßnahme nicht selektiver Natur war, weist die Kommission darauf hin, dass, damit eine Maßnahme allgemeiner Natur ist, alle in einem Mitgliedstaat tätigen Wirtschaftsträger konkret und unter gleichen Bedingungen Zugang zu ihr haben müssen, ohne dass sich der Anwendungsbereich aus den Gegebenheiten einschränkt, zum Beispiel durch Ausübung einer Ermessensbefugnis seitens des Staates zur Gewährung oder anderer Faktoren, die sein praktisches Ergebnis einschränken.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu άσκηση

άσκηση η [áskisi] : 1α.σύνολο προγραμματισμένων, συνήθ. τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την ανάπτυξη σωματικών ή πνευματικών ικανοτήτων: Γυμναστικές ασκήσεις. Tο κολύμπι / η ορειβασία είναι καλή σωματική άσκηση. Πνευματικές ασκήσεις, αινίγματα, σταυρόλεξα κτλ. Tο πιάνο θέλει πολλή άσκηση. Kάνω άσκηση στα γαλλικά. άσκηση προσοχής / μνήμης. άσκηση της υπομονής. β. πρακτική εφαρμογή μιας θεωρητικής διδασκαλίας: Aσκήσεις ορθογραφίας / προφοράς. Γραμματικές / γλωσσικές ασκήσεις. Έλυσε ένα πρόβλημα και τρεις ασκήσεις. γ. (στρατ.) μορφή πρακτικής εκπαίδευσης των στρατιωτικών που σκοπεύει στην προετοιμασία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους: Aσκήσεις πυκνής τάξης / μάχης. Aσκήσεις ακριβείας. || οργανωμένη εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων σε συνθήκες πολέμου· γυμνάσια: Στρατιωτικές / ναυτικές ασκήσεις. Διακλαδική* άσκηση. δ. θεληματική στέρηση υλικών απολαύσεων, ασκητικός τρόπος ζωής. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback