{die} Subst. (5384) |
{die} Subst. (2150) |
{die} Subst. (2003) |
{der} Subst. (758) |
{die} Subst. (34) |
{der} Subst. (22) |
άδεια α στερητικό + δέος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η άδεια αυτή υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής. | Eine entsprechende Zulassung unterliegt der vorherigen Genehmigung durch die Kommission. Übersetzung bestätigt |
Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να κατέχει θέση ή να ασκεί τακτική ή αμειβόμενη απασχόληση εκτός του Κέντρου χωρίς άδεια του διευθυντή. | Ein Beschäftigter darf ohne Genehmigung des Direktors keine Stelle außerhalb des Zentrums innehaben bzw. keine regelmäßige oder bezahlte Beschäftigung außerhalb des Zentrums ausüben. Übersetzung bestätigt |
Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, η ΕΤΒΑ έλαβε την άδεια να ασκήσει εμπορικές δραστηριότητες παράλληλα με τις αναπτυξιακές της δραστηριότητες και όχι σε αντικατάσταση των δραστηριοτήτων αυτών, τις οποίες έπρεπε να συνεχίσει. | Dahingehend ruft die Kommission in Erinnerung, dass ETVA in der zweiten Hälfte der Neunzigerjahre die Genehmigung erhalten hatte, kaufmännische Tätigkeiten parallel zu ihrer Tätigkeit als Bank für industrielle Entwicklung auszuüben und nicht anstelle dieser Tätigkeit, die sie weiterbetreiben sollte. Übersetzung bestätigt |
Η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδεια της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης βάσει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών εάν όλη η ενίσχυση ή μέρος αυτής χορηγείται μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. | Die Kommission wird alle Rettungsund Umstrukturierungsbeihilfen, die ohne ihre Genehmigung und somit unter Verstoß gegen Artikel 88 Absatz 3 EG-Vertrag gewährt worden sind, auf der Grundlage der vorliegenden Leitlinien auf ihre Vereinbarkeit mit dem Gemeinsamen Markt prüfen, wenn die Beihilfe oder ein Teil der Beihilfe nach ihrer Veröffentlichung im Amtsblatt der Europäischen Union gewährt worden ist. Übersetzung bestätigt |
την άδεια για την εξορυκτική δραστηριότητα | die Genehmigung für die Rohstoffgewinnung; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
άδειασμα |
αδειανός -ή -ό |
αδειάζω |
άδεια δόμησης |
άδεια εισαγωγής |
Noch keine Grammatik zu άδεια.
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Genehmigung | die Genehmigungen |
Genitiv | der Genehmigung | der Genehmigungen |
Dativ | der Genehmigung | den Genehmigungen |
Akkusativ | die Genehmigung | die Genehmigungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Erlaubnis | die Erlaubnisse |
Genitiv | der Erlaubnis | der Erlaubnisse |
Dativ | der Erlaubnis | den Erlaubnissen |
Akkusativ | die Erlaubnis | die Erlaubnisse |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Beurlaubung | die Beurlaubungen |
Genitiv | der Beurlaubung | der Beurlaubungen |
Dativ | der Beurlaubung | den Beurlaubungen |
Akkusativ | die Beurlaubung | die Beurlaubungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Freibrief | die Freibriefe |
Genitiv | des Freibriefes des Freibriefs | der Freibriefe |
Dativ | dem Freibrief dem Freibriefe | den Freibriefen |
Akkusativ | den Freibrief | die Freibriefe |
άδεια η [áδia] λόγ. γεν. και αδείας : 1α.συγκατάθεση, δικαίωμα που δίνεται σε κπ. να πει ή να κάνει κτ.: Zητώ από το προεδρείο την άδεια να λάβω το λόγο. Δεν πηγαίνει πουθενά, αν δεν πάρει την άδεια των γονιών της. Ποιος σου έδωσε την άδεια να φύγεις; Aυτός ο γάμος έγινε παρά τις αντιρρήσεις μου και χωρίς την άδειά μου. (έκφρ.) με την άδειά σας, ευγενική διατύπωση που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κτ.: Mπορώ να φύγω / να καπνίσω, με την άδειά σας; β1. διοικητική πράξη η οποία δίνει σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. ή να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα, συνήθ. ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: Στους δημοσιογράφους δόθηκε άδεια εισόδου στο υπουργείο / στο δικαστήριο. Zήτησε άδεια μικροπωλητή από την αρμόδια υπηρεσία. H άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου χορηγείται ύστερα από εξετάσεις. Tο λιμεναρχείο δεν έδωσε άδεια απόπλου στα μικρά σκάφη λόγω θαλασσοταραχής. Οι κυνηγοί έχουν άδεια κατοχής όπλου. || (στρατ.): άδεια εξόδου, δικαίωμα ολιγόωρης απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Ο διοικητής έδωσε άδεια εξόδου στους στρατιώτες. άδεια διανυκτέρευσης, το δικαίωμα απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. || (έκφρ.) ποιητική άδεια, παρέκκλιση από γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, που επιτρέπεται στην ποίηση, για μετρικούς συνήθ. λόγους. (λόγ.) ποιητική αδεία, για κτ. που λέγεται με την ελευθερία που δίνει ο ποιητικός λόγος στον τρόπο έκφρασης. β2. το έγγραφο που επικυρώνει το παραπάνω δικαίωμα και που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή: H τροχαία ζήτησε από τον οδηγό την άδεια οδηγήσεως (αυτοκινήτου). Kατέθεσε στο ληξιαρχείο την άδεια γάμου / κηδείας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.