Deutsch | Griechisch |
---|---|
Damit komme ich zu dem zweiten Punkt, der gemäß der Interinstitutionellen Vereinbarung im Rahmen des Berichtigungsschreibens, das uns die Kommission in Kürze zukommen lassen wird, ebenso zur Sprache kommt, nämlich die finanziellen Folgen des gescheiterten Fischereiabkommens mit Marokko sowie die Finanzierung eines Umstrukturierungsprogramms für die betroffene Fischereiflotte. | Και τώρα έρχομαι στο δεύτερο σημείο, το οποίο βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη όπως προβλέπει η διοργανική συμφωνία, στο πλαίσιο του σημειώματος τροποποιήσεων, το οποίο η Επιτροπή πρόκειται να μας υποβάλει σύντομα, δηλαδή τις δημοσιονομικές συνέπειες της μη σύναψης της αλιευτικής συμφωνίας με το Μαρόκο και της χρηματοδότησης της αναδιάρθρωσης των σχετικών αλιευτικών στόλων. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anheimfallen |
in den Schoß fallen |
zuteilwerden |
zufallen |
zukommen |
zufließen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme zu | ||
du | kommst zu | |||
er, sie, es | kommt zu | |||
Präteritum | ich | kam zu | ||
Konjunktiv II | ich | käme zu | ||
Imperativ | Singular | komm zu! | ||
Plural | kommt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zukommen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | έρχομαι | ερχόμαστε |
έρχεσαι | έρχεστε, ερχόσαστε | ||
έρχεται | έρχονται | ||
Imper fekt | ερχόμουν(α) | ερχόμαστε, ερχόμασταν | |
ερχόσουν(α) | ερχόσαστε, ερχόσασταν | ||
ερχόταν(ε) | έρχονταν, ερχόντανε, ερχόντουσαν | ||
Aorist | ήρθα, ήλθα | ήρθαμε, ήλθαμε | |
ήρθες, ήλθες | ήρθατε, ήλθατε | ||
ήρθε, ήλθε | ήρθαν(ε), ήλθαν(ε) | ||
Per fekt | έχω έρθει, έχω έλθει | έχουμε έρθει, έχουμε έλθει | |
έχεις έρθει, έχεις έλθει | έχετε έρθει, έχετε έλθει | ||
έχει έρθει, έχει έλθει | έχουν έρθει, έχουν έλθει | ||
Plu per fekt | είχα έρθει, είχα έλθει | είχαμε έρθει, είχαμε έλθει | |
είχες έρθει, είχες έλθει | είχατε έρθει, είχατε έλθει | ||
είχε έρθει, είχε έλθει | είχαν έρθει, είχαν έλθει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα έρχομαι | θα ερχόμαστε | |
θα έρχεσαι | θα έρχεστε, θα ερχόσαστε | ||
θα έρχεται | θα έρχονται | ||
Fut ur | θα έρθω, θα έλθω | θα έρθουμε, θα έλθουμε | |
θα έρθεις, θα έλθεις | θα έρθετε, θα έλθετε | ||
θα έρθει, θα έλθει | θα έρθουν(ε), θα έλθουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω έρθει θα έχω έλθει | θα έχουμε έρθει θα έχουμε έλθει | |
θα έχεις έρθει θα έχεις έλθει | θα έχετε έρθει θα έχετε έλθει | ||
θα έχει έρθει θα έχει έλθει | θα έχουν έρθει θα έχουν έλθει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να έρχομαι | να ερχόμαστε |
να έρχεσαι | να έρχεστε, να ερχόσαστε | ||
να έρχεται | να έρχονται | ||
Aorist | να έρθω, να έλθω | να έρθουμε, να έλθουμε | |
να έρθεις, να έλθεις | να έρθετε, να έλθετε | ||
να έρθει, να έλθει | να έρθουν(ε), να έλθουν(ε) | ||
Perf | να έχω έρθει να έχω έλθει | να έχουμε έρθει να έχουμε έλθει | |
να έχεις έρθει να έχεις έλθει | να έχετε έρθει να έχετε έλθει | ||
να έχει έρθει να έχει έλθει | να έχουν έρθει να έχουν έλθει | ||
Imper ativ | Pres | έρχεστε | |
Aorist | έλα | ελάτε | |
Part izip | Pres | ερχόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | έρθει, έλθει |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πλησιάζω | πλησιάζουμε, πλησιάζομε |
πλησιάζεις | πλησιάζετε | ||
πλησιάζει | πλησιάζουν(ε) | ||
Imper fekt | πλησίαζα | πλησιάζαμε | |
πλησίαζες | πλησιάζατε | ||
πλησίαζε | πλησίαζαν, πλησιάζαν(ε) | ||
Aorist | πλησίασα | πλησιάσαμε | |
πλησίασες | πλησιάσατε | ||
πλησίασε | πλησίασαν, πλησιάσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω πλησιάσει | έχουμε πλησιάσει | |
έχεις πλησιάσει | έχετε πλησιάσει | ||
έχει πλησιάσει | έχουν πλησιάσει | ||
Plu per fekt | είχα πλησιάσει | είχαμε πλησιάσει | |
είχες πλησιάσει | είχατε πλησιάσει | ||
είχε πλησιάσει | είχαν πλησιάσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πλησιάζω | θα πλησιάζουμε, θα πλησιάζομε | |
θα πλησιάζεις | θα πλησιάζετε | ||
θα πλησιάζει | θα πλησιάζουν(ε) | ||
Fut ur | θα πλησιάσω | θα πλησιάσουμε, θα πλησιάζομε | |
θα πλησιάσεις | θα πλησιάσετε | ||
θα πλησιάσει | θα πλησιάσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω πλησιάσει | θα έχουμε πλησιάσει | |
θα έχεις πλησιάσει | θα έχετε πλησιάσει | ||
θα έχει πλησιάσει | θα έχουν πλησιάσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πλησιάζω | να πλησιάζουμε, να πλησιάζομε |
να πλησιάζεις | να πλησιάζετε | ||
να πλησιάζει | να πλησιάζουν(ε) | ||
Aorist | να πλησιάσω | να πλησιάσουμε, να πλησιάσομε | |
να πλησιάσεις | να πλησιάσετε | ||
να πλησιάσει | να πλησιάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω πλησιάσει | να έχουμε πλησιάσει | |
να έχεις πλησιάσει | να έχετε πλησιάσει | ||
να έχει πλησιάσει | να έχουν πλησιάσει | ||
Imper ativ | Pres | πλησίαζε | πλησιάζετε |
Aorist | πλησίασε | πλησιάστε | |
Part izip | Pres | πλησιάζοντας | |
Perf | έχοντας πλησιάσει | ||
Infin | Aorist | πλησιάσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.