ziehen
 Verb

σύρω Verb
(8)
μετακομίζω Verb
(6)
σέρνω Verb
(5)
εξάγω Verb
(4)
τραβώ Verb
(1)
ελκύω Verb
(0)
έλκω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nach meiner Erfahrung, wenn ich meinen Fernseher durch den Raum ziehen möchte, wende ich eine Kraft auf ihn aus.Διότι στην καθημερινή μου ζωή, αν θέλω να σύρω τη συσκευή της τηλεόρασης στην άλλη μεριά του δωματίου θα ασκήσω δύναμη σε αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σύρω, serno">σέρνωσύρουμε, σύρομεσύρομαισυρόμαστε
σύρειςσύρετεσύρεσαισύρεστε, συρόσαστε
σύρεισύρουν(ε)σύρεταισύρονται
Imper
fekt
έσυρασύραμεσυρόμουν(α)συρόμαστε, συρόμασταν
έσυρεςσύρατεσυρόσουν(α)συρόσαστε, συρόσασταν
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)συρόταν(ε)σύρονταν, συρόντανε, συρόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα σύρομαιθα συρόμαστε
θα σύρειςθα σύρετεθα σύρεσαιθα σύρεστε, θα συρόσαστε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα σύρεταιθα σύρονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα σύρομαινα συρόμαστε
να σύρειςνα σύρετενα σύρεσαινα σύρεστε, να συρόσαστε
να σύρεινα σύρουν(ε)να σύρεταινα σύρονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσύρεσύρετεσύρεστε
Aoristσύρεσύρτε, σύρετεσύρουσυρθείτε
Part
izip
Presσύρονταςσυρόμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μετακομίζωμετακομίζουμε, μετακομίζομε
μετακομίζειςμετακομίζετε
μετακομίζειμετακομίζουν(ε)
Imper
fekt
μετακόμιζαμετακομίζαμε
μετακόμιζεςμετακομίζατε
μετακόμιζεμετακόμιζαν, μετακομίζαν(ε)
Aoristμετακόμισαμετακομίσαμε
μετακόμισεςμετακομίσατε
μετακόμισεμετακόμισαν, μετακομίσαν(ε)
Per
fekt
έχω μετακομίσειέχουμε μετακομίσει
έχεις μετακομίσειέχετε μετακομίσει
έχει μετακομίσειέχουν μετακομίσει
Plu
per
fekt
είχα μετακομίσειείχαμε μετακομίσει
είχες μετακομίσειείχατε μετακομίσει
είχε μετακομίσειείχαν μετακομίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μετακομίζωθα μετακομίζουμε, θα μετακομίζομε
θα μετακομίζειςθα μετακομίζετε
θα μετακομίζειθα μετακομίζουν(ε)
Fut
ur
θα μετακομίσωθα μετακομίσουμε, θα μετακομίζομε
θα μετακομίσειςθα μετακομίσετε
θα μετακομίσειθα μετακομίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μετακομίσειθα έχουμε μετακομίσει
θα έχεις μετακομίσειθα έχετε μετακομίσει
θα έχει μετακομίσειθα έχουν μετακομίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μετακομίζωνα μετακομίζουμε, να μετακομίζομε
να μετακομίζειςνα μετακομίζετε
να μετακομίζεινα μετακομίζουν(ε)
Aoristνα μετακομίσωνα μετακομίσουμε, να μετακομίσομε
να μετακομίσειςνα μετακομίσετε
να μετακομίσεινα μετακομίσουν(ε)
Perfνα έχω μετακομίσεινα έχουμε μετακομίσει
να έχεις μετακομίσεινα έχετε μετακομίσει
να έχει μετακομίσεινα έχουν μετακομίσει
Imper
ativ
Presμετακόμιζεμετακομίζετε
Aoristμετακόμισεμετακομίσετε
Part
izip
Presμετακομίζοντας
Perfέχοντας μετακομίσει
InfinAoristμετακομίσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σέρνω, suro">σύρωσέρνουμε, σέρνομεσέρνομαισερνόμαστε
σέρνειςσέρνετεσέρνεσαισέρνεστε, σερνόσαστε
σέρνεισέρνουν(ε)σέρνεταισέρνονται
Imper
fekt
έσερνασέρναμεσερνόμουν(α)σερνόμαστε, σερνόμασταν
έσερνεςσέρνατεσερνόσουν(α)σερνόσαστε, σερνόσασταν
έσερνεέσερναν, σέρναν(ε)σερνόταν(ε)σέρνονταν, σερνόντανε, σερνόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σέρνωθα σέρνουμε, θα σέρνομεθα σέρνομαιθα σερνόμαστε
θα σέρνειςθα σέρνετεθα σέρνεσαιθα σέρνεστε, θα σερνόσαστε
θα σέρνειθα σέρνουν(ε)θα σέρνεταιθα σέρνονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σέρνωνα σέρνουμε, να σέρνομενα σέρνομαινα σερνόμαστε
να σέρνειςνα σέρνετενα σέρνεσαινα σέρνεστε, να σερνόσαστε
να σέρνεινα σέρνουν(ε)να σέρνεταινα σέρνονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσέρνεσέρνετεσέρνεστε
Aoristσύρεσύρτεσυρθείτε
Part
izip
Presσέρνονταςσερνόμενος, σερνάμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξάγωεξάγουμε, εξάγομεεξάγομαιεξαγόμαστε
εξάγεξεξάγετεεξάγεσαιεξάγεστε, εξαγόσαστε
εξάγειεξάγουν(ε)εξάγεταιεξάγονται
Imper
fekt
εξήγαεξήγαμεεξαγόμουν(α)εξαγόμαστε
εξήγεςεξήγατεεξαγόσουν(α)εξαγόσαστε
εξήγεεξήγανεξαγόταν(ε)εξάγονταν
Aoristεξήγαγαεξηγάγαμε(εξάχθηκα)(εξαχθήκαμε)
εξήγαγεςεξηγάγατε(εξάχθηκες)(εξαχθήκατε)
εξήγαγεεξήγαγαν(εξάχθηκε) εξήχθη(εξάχθηκαν) εξήχθησαν
Per
fekt
έχω εξαγάγειέχουμε εξαγάγειέχω εξαχθείέχουμε εξαχθεί
έχεξ εξαγάγειέχετε εξαγάγειέχεξ εξαχθείέχετε εξαχθεί
έχει εξαγάγειέχουν εξαγάγειέχει εξαχθείέχουν εξαχθεί
Plu
per
fekt
είχα εξαγάγειείχαμε εξαγάγειείχα εξαχθείείχαμε εξαχθεί
είχες εξαγάγειείχατε εξαγάγειείχες εξαχθείείχατε εξαχθεί
είχε εξαγάγειείχαν εξαγάγειείχε εξαχθείείχαν εξαχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξάγωθα εξάγουμε, θα εξάγομεθα εξάγομαιθα εξαγόμαστε
θα εξάγεξθα εξάγετεθα εξάγεσαιθα εξάγεστε, θα εξαγόσαστε
θα εξάγειθα εξάγουν(ε)θα εξάγεταιθα εξάγονται
Fut
ur
θα εξηγάγωθα εξηγάγουμε, θα εξηγάγομεθα εξαχθώθα εξαχθούμε
θα εξαγάγεξθα εξηγάγετεθα εξαχθείςθα εξαχθείτε
θα εξαγάγειθα εξηγάγουν(ε)θα εξαχθείθα εξαχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαγάγειθα έχουμε εξαγάγειθα έχω εξαχθείθα έχουμε εξαχθεί
θα έχεξ εξαγάγειθα έχετε εξαγάγειθα έχεξ εξαχθείθα έχετε εξαχθεί
θα έχει εξαγάγειθα έχουν εξαγάγειθα έχει εξαχθείθα έχουν εξαχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξάγωνα εξάγουμε, να εξάγομενα εξάγομαινα εξαγόμαστε
να εξάγεξνα εξάγετενα εξάγεσαινα εξάγεστε, να εξαγόσαστε
να εξάγεινα εξάγουν(ε)να εξάγεταινα εξάγονται
Aoristνα εξηγάγωνα εξηγάγουμε, να εξηγάγομενα εξαχθώνα εξαχθούμε
να εξαγάγεξνα εξηγάγετενα εξαχθείςνα εξαχθείτε
να εξαγάγεινα εξηγάγουν(ε)να εξαχθείνα εξαχθούν(ε)
Perfνα έχω εξαγάγεινα έχουμε εξαγάγεινα έχω εξαχθείνα έχουμε εξαχθεί
να έχεξ εξαγάγεινα έχετε εξαγάγεινα έχεξ εξαχθείνα έχετε εξαχθεί
να έχει εξαγάγεινα έχουν εξαγάγεινα έχει εξαχθείνα έχουν εξαχθεί
Imper
ativ
Presεξάγετεεξάγεστε
Aoristεξαγάγετεεξαχθείτε
Part
izip
Presεξάγοντας(εξαγόμενος)
Perfέχοντας εξαγάγει(εξαγμένος, -η, -ο)(εξαγμένοι, -ες, -α)
InfinAoristεξαγάγειεξαχθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τραβάω, τραβώτραβάμε, τραβούμετραβιέμαιτραβιόμαστε
τραβάςτραβάτετραβιέσαιτραβιέστε, τραβιόσαστε
τραβάει, τραβάτραβάν(ε), τραβούν(ε)τραβιέταιτραβιούνται, τραβιόνται
Imper
fekt
τραβούσα, τράβαγατραβούσαμε, τραβάγαμετραβιόμουν(α)τραβιόμαστε, τραβιόμασταν
τραβούσες, τράβαγεςτραβούσατε, τραβάγατετραβιόσουν(α)τραβιόσαστε, τραβιόσασταν
τραβούσε, τράβαγετραβούσαν(ε), τράβαγαν, τραβάγανετραβιόταν(ε)τραβιόνταν(ε), τραβιούνταν, τραβιόντουσαν
Aoristτράβηξατραβήξαμετραβήχτηκατραβηχτήκαμε
τράβηξεςτραβήξατετραβήχτηκεςτραβηχτήκατε
τράβηξετράβηξαν, τραβήξαν(ε)τραβήχτηκετραβήχτηκαν, τραβηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τραβήξει
έχω τραβηγμένο
έχουμε τραβήξει
έχουμε τραβηγμένο
έχω τραβηχτεί
είμαι τραβηγμένος, -η
έχουμε τραβηχτεί
είμαστε τραβηγμένοι, -ες
έχεις τραβήξει
έχεις τραβηγμένο
έχετε τραβήξει
έχετε τραβηγμένο
έχεις τραβηχτεί
είσαι τραβηγμένος, -η
έχετε τραβηχτεί
είστε τραβηγμένοι, -ες
έχει τραβήξει
έχει τραβηγμένο
έχουν τραβήξει
έχουν τραβηγμένο
έχει τραβηχτεί
είναι τραβηγμένος, -η, -ο
έχουν τραβηχτεί
είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τραβήξει
είχα τραβηγμένο
είχαμε τραβήξει
είχαμε τραβηγμένο
είχα τραβηχτεί
ήμουν τραβηγμένος, -η
είχαμε τραβηχτεί
ήμαστε τραβηγμένοι, -ες
είχες τραβήξει
είχες τραβηγμένο
είχατε τραβήξει
είχατε τραβηγμένο
είχες τραβηχτεί
ήσουν τραβηγμένος, -η
είχατε τραβηχτεί
ήσαστε τραβηγμένοι, -ες
είχε τραβήξει
είχε τραβηγμένο
είχαν τραβήξει
είχαν τραβηγμένο
είχε τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένος, -η, -ο
είχαν τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τραβάω, θα τραβώθα τραβάμε, θα τραβούμεθα τραβιέμαιθα τραβιόμαστε
θα τραβάςθα τραβάτεθα τραβιέσαιθα τραβιέστε, θα τραβιόσαστε
θα τραβάει, θα τραβάθα τραβάν(ε), θα τραβούν(ε)θα τραβιέταιθα τραβιούνται, θα τραβιόνται
Fut
ur
θα τραβήξωθα τραβήξουμε, θα τραβήξομεθα τραβηχτώθα τραβηχτούμε
θα τραβήξειςθα τραβήξετεθα τραβηχτείςθα τραβηχτείτε
θα τραβήξειθα τραβήξουν(ε)θα τραβηχτείθα τραβηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τραβήξει
θα έχω τραβηγμένο
θα έχουμε τραβήξει
θα έχουμε τραβηγμένο
θα έχω τραβηχτεί
θα είμαι τραβηγμένος, -η
θα έχουμε τραβηχτεί
θα είμαστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχεις τραβήξει
θα έχεις τραβηγμένο
θα έχετε τραβήξει
θα έχετε τραβηγμένο
θα έχεις τραβηχτεί
θα είσαι τραβηγμένος, -η
θα έχετε τραβηχτεί
θα είστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχει τραβήξει
θα έχει τραβηγμένο
θα έχουν τραβήξει
θα έχουν τραβηγμένο
θα έχει τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένος, -η, -ο
θα έχουν τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τραβάω, να τραβώνα τραβάμε, να τραβούμενα τραβιέμαινα τραβιόμαστε
να τραβάςνα τραβάτενα τραβιέσαινα τραβιέστε, να τραβιόσαστε
να τραβάει, να τραβάνα τραβάν(ε), να τραβούν(ε)να τραβιέταινα τραβιούνται, να τραβιόνται
Aoristνα τραβήξωνα τραβήξουμε, να τραβήξομενα τραβηχτώνα τραβηχτούμε
να τραβήξειςνα τραβήξετενα τραβηχτείςνα τραβηχτείτε
να τραβήξεινα τραβήξουν(ε)να τραβηχτείνα τραβηχτούν(ε)
Perfνα έχω τραβήξει
να έχω τραβηγμένο
να έχουμε τραβήξει
να έχουμε τραβηγμένο
να έχω τραβηχτεί
να είμαι τραβηγμένος, -η
να έχουμε τραβηχτεί
να είμαστε τραβηγμένοι, -ες
να έχεις τραβήξει
να έχεις τραβηγμένο
να έχετε τραβήξει
να έχετε τραβηγμένο
να έχεις τραβηχτεί
να είσαι τραβηγμένος, -η
να έχετε τραβηχτεί
να είστε τραβηγμένοι, -η
να έχει τραβήξει
να έχει τραβηγμένο
να έχουν τραβήξει
να έχουν τραβηγμένο
να έχει τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένος, -η, -ο
να έχουν τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτράβα, τράβαγετραβάτετραβιέστε
Aoristτράβηξε, τράβατραβήξτε, τραβήχτετραβήξουτραβηχτείτε
Part
izip
Presτραβώντας
Perfέχοντας τραβήξει, έχοντας τραβηγμένοτραβηγμένος, -η, -οτραβηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτραβήξειτραβηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback