σύρω Verb  [siro, syrw]

  Verb
(8)

Etymologie zu σύρω

σύρω altgriechisch σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)


GriechischDeutsch
Διότι στην καθημερινή μου ζωή, αν θέλω να σύρω τη συσκευή της τηλεόρασης στην άλλη μεριά του δωματίου θα ασκήσω δύναμη σε αυτό.Nach meiner Erfahrung, wenn ich meinen Fernseher durch den Raum ziehen möchte, wende ich eine Kraft auf ihn aus.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σύρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σύρω, serno">σέρνωσύρουμε, σύρομεσύρομαισυρόμαστε
σύρειςσύρετεσύρεσαισύρεστε, συρόσαστε
σύρεισύρουν(ε)σύρεταισύρονται
Imper
fekt
έσυρασύραμεσυρόμουν(α)συρόμαστε, συρόμασταν
έσυρεςσύρατεσυρόσουν(α)συρόσαστε, συρόσασταν
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)συρόταν(ε)σύρονταν, συρόντανε, συρόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα σύρομαιθα συρόμαστε
θα σύρειςθα σύρετεθα σύρεσαιθα σύρεστε, θα συρόσαστε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα σύρεταιθα σύρονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα σύρομαινα συρόμαστε
να σύρειςνα σύρετενα σύρεσαινα σύρεστε, να συρόσαστε
να σύρεινα σύρουν(ε)να σύρεταινα σύρονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσύρεσύρετεσύρεστε
Aoristσύρεσύρτε, σύρετεσύρουσυρθείτε
Part
izip
Presσύρονταςσυρόμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί





Griechische Definition zu σύρω

σύρω [síro] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί, μπε. συρόμενος* : (λόγ.) 1α. σέρνω (στις σημ. I1, 2). || σύρω μια γραμμή, τραβώ. β. για συρόμενη κατασκευή που μετακινείται επάνω σε ράγες, ρουλεμάν κτλ. || «Σύρατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback