σέρνω Verb  [serno, sernw]

  Verb
(10)
  Verb
(6)
  Verb
(5)
  Verb
(0)

Etymologie zu σέρνω

σέρνω mittelgriechisch σέρνω σύρνω altgriechisch σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)


GriechischDeutsch
"Να σε σέρνω σ΄όλη την Ευρώπη να κάνεις κόλπα τσίρκου;"Soll ich dich durch Europa schleifen und wie eine Zirkusnummer vorführen?"

Übersetzung nicht bestätigt

Γι΄ αυτό θα έρθεις μαζί μου Ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω και να σε σέρνω με το άλογό μου.Lhr kommt also mit, und wenn ich Euch an mein Pferd binden und zum Hadrianswall schleifen muss.

Übersetzung nicht bestätigt

Γι' αυτό θα έρθεις μαζί μου ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω και να σε σέρνω με το άλογό μου.Lhr kommt also mit, und wenn ich Euch an mein Pferd binden und zum Hadrianswall schleifen muss.

Übersetzung nicht bestätigt

Mη μ' αναγκάσεις να σε σέρνω για να σηκωθείς, όπως χθες.Ich will Sie nicht wieder aus dem Bett schleifen müssen wie gestern.

Übersetzung nicht bestätigt

Θέλω να του τρυπήσω το πρόσωπο με ένα πιρούνι... μετά να τον σέρνω πίσω από ένα φορτηγό μέχρι να του βγει το στομάχι και να το φάνε οι κουρούνες και να στείλω το υπόλοιπο σώμα του στη μάνα του μέσα σε ένα κουβά.Ich will sein Gesicht mit einer Gabel aufschlitzen,... dann seinen Körper solange hinter einem LKW schleifen, bis sein Magen zu den Füßen runterrutscht. Dann den Krähen überlassen. Und den Rest an seine Mutter schicken.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σέρνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σέρνω, suro">σύρωσέρνουμε, σέρνομεσέρνομαισερνόμαστε
σέρνειςσέρνετεσέρνεσαισέρνεστε, σερνόσαστε
σέρνεισέρνουν(ε)σέρνεταισέρνονται
Imper
fekt
έσερνασέρναμεσερνόμουν(α)σερνόμαστε, σερνόμασταν
έσερνεςσέρνατεσερνόσουν(α)σερνόσαστε, σερνόσασταν
έσερνεέσερναν, σέρναν(ε)σερνόταν(ε)σέρνονταν, σερνόντανε, σερνόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σέρνωθα σέρνουμε, θα σέρνομεθα σέρνομαιθα σερνόμαστε
θα σέρνειςθα σέρνετεθα σέρνεσαιθα σέρνεστε, θα σερνόσαστε
θα σέρνειθα σέρνουν(ε)θα σέρνεταιθα σέρνονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σέρνωνα σέρνουμε, να σέρνομενα σέρνομαινα σερνόμαστε
να σέρνειςνα σέρνετενα σέρνεσαινα σέρνεστε, να σερνόσαστε
να σέρνεινα σέρνουν(ε)να σέρνεταινα σέρνονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσέρνεσέρνετεσέρνεστε
Aoristσύρεσύρτεσυρθείτε
Part
izip
Presσέρνονταςσερνόμενος, σερνάμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί











Griechische Definition zu σέρνω

σέρνω [sérno] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί : I1. τραβώ κπ. ή κτ. προς την κατεύθυνση που κινούμαι ή που στέκομαι εγώ: Tρία άσπρα άλογα έσερναν την άμαξα. Tο μωρό έσερνε πίσω του ένα ξύλινο παπάκι. Tον είδα που την έσερνε από τα μαλλιά. || Έσυρε το ξίφος του (έξω από τη θήκη). (έκφρ.) σέρνω το χορό, χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό. || Όπου πάει σέρνει και τα παιδιά / και την ομπρέλα μαζί της, για να δηλώσουμε την ενόχληση που μας δημιουργεί η παρουσία ή η ύπαρξη του συγκεκριμένου προσώπου ή πράγματος. ΦΡ σέρνω / τραβάω κπ. από τη μύτη*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback