zerren
 Verb

τραβώ Verb
(0)
σέρνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie zerren den guten Namen unseres Landes durch Cafés und Nachtklubs.Σέρνουν την καλή φήμη της χώρας μας σ' όλα τα καφέ και τα νάιτ κλαμπ.

Übersetzung nicht bestätigt

Schweinerei, sie zerren sogar die Kranken runter!Τι κάνεις εσύ;

Übersetzung nicht bestätigt

Oder, da diese Temperamentsausbrüche so an den Nerven zerren, machen wir besser eine Pause bis nach dem Mittagessen.Ή αφού οι εκδηλώσεις ταμπεραμέντου είναι πολύ κουραστικές ν' αφήσουμε το κονσέρτο να αναπαυθεί μέχρι το γεύμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Man hat dich vom Rednerpult zerren müssen, Herr Abgeordneter.Δε μπορούσαν να σου πάρουν το μικρόφωνο, γερουσιαστή.

Übersetzung nicht bestätigt

Was muss ich denn noch tun? Muss ich euch an Deck zerren? Muss ich euch schnappen und in die Rettungsboote setzen?Τι άλλο να κάνω για να ανεβείτε στο κατάστρωμα... και να μπείτε στις λέμβους;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τραβάω, τραβώτραβάμε, τραβούμετραβιέμαιτραβιόμαστε
τραβάςτραβάτετραβιέσαιτραβιέστε, τραβιόσαστε
τραβάει, τραβάτραβάν(ε), τραβούν(ε)τραβιέταιτραβιούνται, τραβιόνται
Imper
fekt
τραβούσα, τράβαγατραβούσαμε, τραβάγαμετραβιόμουν(α)τραβιόμαστε, τραβιόμασταν
τραβούσες, τράβαγεςτραβούσατε, τραβάγατετραβιόσουν(α)τραβιόσαστε, τραβιόσασταν
τραβούσε, τράβαγετραβούσαν(ε), τράβαγαν, τραβάγανετραβιόταν(ε)τραβιόνταν(ε), τραβιούνταν, τραβιόντουσαν
Aoristτράβηξατραβήξαμετραβήχτηκατραβηχτήκαμε
τράβηξεςτραβήξατετραβήχτηκεςτραβηχτήκατε
τράβηξετράβηξαν, τραβήξαν(ε)τραβήχτηκετραβήχτηκαν, τραβηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τραβήξει
έχω τραβηγμένο
έχουμε τραβήξει
έχουμε τραβηγμένο
έχω τραβηχτεί
είμαι τραβηγμένος, -η
έχουμε τραβηχτεί
είμαστε τραβηγμένοι, -ες
έχεις τραβήξει
έχεις τραβηγμένο
έχετε τραβήξει
έχετε τραβηγμένο
έχεις τραβηχτεί
είσαι τραβηγμένος, -η
έχετε τραβηχτεί
είστε τραβηγμένοι, -ες
έχει τραβήξει
έχει τραβηγμένο
έχουν τραβήξει
έχουν τραβηγμένο
έχει τραβηχτεί
είναι τραβηγμένος, -η, -ο
έχουν τραβηχτεί
είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τραβήξει
είχα τραβηγμένο
είχαμε τραβήξει
είχαμε τραβηγμένο
είχα τραβηχτεί
ήμουν τραβηγμένος, -η
είχαμε τραβηχτεί
ήμαστε τραβηγμένοι, -ες
είχες τραβήξει
είχες τραβηγμένο
είχατε τραβήξει
είχατε τραβηγμένο
είχες τραβηχτεί
ήσουν τραβηγμένος, -η
είχατε τραβηχτεί
ήσαστε τραβηγμένοι, -ες
είχε τραβήξει
είχε τραβηγμένο
είχαν τραβήξει
είχαν τραβηγμένο
είχε τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένος, -η, -ο
είχαν τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τραβάω, θα τραβώθα τραβάμε, θα τραβούμεθα τραβιέμαιθα τραβιόμαστε
θα τραβάςθα τραβάτεθα τραβιέσαιθα τραβιέστε, θα τραβιόσαστε
θα τραβάει, θα τραβάθα τραβάν(ε), θα τραβούν(ε)θα τραβιέταιθα τραβιούνται, θα τραβιόνται
Fut
ur
θα τραβήξωθα τραβήξουμε, θα τραβήξομεθα τραβηχτώθα τραβηχτούμε
θα τραβήξειςθα τραβήξετεθα τραβηχτείςθα τραβηχτείτε
θα τραβήξειθα τραβήξουν(ε)θα τραβηχτείθα τραβηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τραβήξει
θα έχω τραβηγμένο
θα έχουμε τραβήξει
θα έχουμε τραβηγμένο
θα έχω τραβηχτεί
θα είμαι τραβηγμένος, -η
θα έχουμε τραβηχτεί
θα είμαστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχεις τραβήξει
θα έχεις τραβηγμένο
θα έχετε τραβήξει
θα έχετε τραβηγμένο
θα έχεις τραβηχτεί
θα είσαι τραβηγμένος, -η
θα έχετε τραβηχτεί
θα είστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχει τραβήξει
θα έχει τραβηγμένο
θα έχουν τραβήξει
θα έχουν τραβηγμένο
θα έχει τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένος, -η, -ο
θα έχουν τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τραβάω, να τραβώνα τραβάμε, να τραβούμενα τραβιέμαινα τραβιόμαστε
να τραβάςνα τραβάτενα τραβιέσαινα τραβιέστε, να τραβιόσαστε
να τραβάει, να τραβάνα τραβάν(ε), να τραβούν(ε)να τραβιέταινα τραβιούνται, να τραβιόνται
Aoristνα τραβήξωνα τραβήξουμε, να τραβήξομενα τραβηχτώνα τραβηχτούμε
να τραβήξειςνα τραβήξετενα τραβηχτείςνα τραβηχτείτε
να τραβήξεινα τραβήξουν(ε)να τραβηχτείνα τραβηχτούν(ε)
Perfνα έχω τραβήξει
να έχω τραβηγμένο
να έχουμε τραβήξει
να έχουμε τραβηγμένο
να έχω τραβηχτεί
να είμαι τραβηγμένος, -η
να έχουμε τραβηχτεί
να είμαστε τραβηγμένοι, -ες
να έχεις τραβήξει
να έχεις τραβηγμένο
να έχετε τραβήξει
να έχετε τραβηγμένο
να έχεις τραβηχτεί
να είσαι τραβηγμένος, -η
να έχετε τραβηχτεί
να είστε τραβηγμένοι, -η
να έχει τραβήξει
να έχει τραβηγμένο
να έχουν τραβήξει
να έχουν τραβηγμένο
να έχει τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένος, -η, -ο
να έχουν τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτράβα, τράβαγετραβάτετραβιέστε
Aoristτράβηξε, τράβατραβήξτε, τραβήχτετραβήξουτραβηχτείτε
Part
izip
Presτραβώντας
Perfέχοντας τραβήξει, έχοντας τραβηγμένοτραβηγμένος, -η, -οτραβηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτραβήξειτραβηχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σέρνω, suro">σύρωσέρνουμε, σέρνομεσέρνομαισερνόμαστε
σέρνειςσέρνετεσέρνεσαισέρνεστε, σερνόσαστε
σέρνεισέρνουν(ε)σέρνεταισέρνονται
Imper
fekt
έσερνασέρναμεσερνόμουν(α)σερνόμαστε, σερνόμασταν
έσερνεςσέρνατεσερνόσουν(α)σερνόσαστε, σερνόσασταν
έσερνεέσερναν, σέρναν(ε)σερνόταν(ε)σέρνονταν, σερνόντανε, σερνόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σέρνωθα σέρνουμε, θα σέρνομεθα σέρνομαιθα σερνόμαστε
θα σέρνειςθα σέρνετεθα σέρνεσαιθα σέρνεστε, θα σερνόσαστε
θα σέρνειθα σέρνουν(ε)θα σέρνεταιθα σέρνονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σέρνωνα σέρνουμε, να σέρνομενα σέρνομαινα σερνόμαστε
να σέρνειςνα σέρνετενα σέρνεσαινα σέρνεστε, να σερνόσαστε
να σέρνεινα σέρνουν(ε)να σέρνεταινα σέρνονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσέρνεσέρνετεσέρνεστε
Aoristσύρεσύρτεσυρθείτε
Part
izip
Presσέρνονταςσερνόμενος, σερνάμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback