schleifen
 Verb

σέρνω Verb
(10)
τροχίζω Verb
(0)
ακονίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Soll ich dich durch Europa schleifen und wie eine Zirkusnummer vorführen?""Να σε σέρνω σ΄όλη την Ευρώπη να κάνεις κόλπα τσίρκου;"

Übersetzung nicht bestätigt

Lhr kommt also mit, und wenn ich Euch an mein Pferd binden und zum Hadrianswall schleifen muss.Γι΄ αυτό θα έρθεις μαζί μου Ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω και να σε σέρνω με το άλογό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Lhr kommt also mit, und wenn ich Euch an mein Pferd binden und zum Hadrianswall schleifen muss.Γι' αυτό θα έρθεις μαζί μου ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω και να σε σέρνω με το άλογό μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will Sie nicht wieder aus dem Bett schleifen müssen wie gestern.Mη μ' αναγκάσεις να σε σέρνω για να σηκωθείς, όπως χθες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will sein Gesicht mit einer Gabel aufschlitzen,... dann seinen Körper solange hinter einem LKW schleifen, bis sein Magen zu den Füßen runterrutscht. Dann den Krähen überlassen. Und den Rest an seine Mutter schicken.Θέλω να του τρυπήσω το πρόσωπο με ένα πιρούνι... μετά να τον σέρνω πίσω από ένα φορτηγό μέχρι να του βγει το στομάχι και να το φάνε οι κουρούνες και να στείλω το υπόλοιπο σώμα του στη μάνα του μέσα σε ένα κουβά.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
schleifen
wetzen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σέρνω, suro">σύρωσέρνουμε, σέρνομεσέρνομαισερνόμαστε
σέρνειςσέρνετεσέρνεσαισέρνεστε, σερνόσαστε
σέρνεισέρνουν(ε)σέρνεταισέρνονται
Imper
fekt
έσερνασέρναμεσερνόμουν(α)σερνόμαστε, σερνόμασταν
έσερνεςσέρνατεσερνόσουν(α)σερνόσαστε, σερνόσασταν
έσερνεέσερναν, σέρναν(ε)σερνόταν(ε)σέρνονταν, σερνόντανε, σερνόντουσαν
Aoristέσυρασύραμεσύρθηκασυρθήκαμε
έσυρεςσύρατεσύρθηκεςσυρθήκατε
έσυρεέσυραν, σύραν(ε)σύρθηκεσύρθηκαν, συρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σύρειέχουμε σύρειέχω συρθείέχουμε συρθεί
έχεις σύρειέχετε σύρειέχεις συρθείέχετε συρθεί
έχει σύρειέχουν σύρειέχει συρθείέχουν συρθεί
Plu
per
fekt
είχα σύρειείχαμε σύρειείχα συρθείείχαμε συρθεί
είχες σύρειείχατε σύρειείχες συρθείείχατε συρθεί
είχε σύρειείχαν σύρειείχε συρθείείχαν συρθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σέρνωθα σέρνουμε, θα σέρνομεθα σέρνομαιθα σερνόμαστε
θα σέρνειςθα σέρνετεθα σέρνεσαιθα σέρνεστε, θα σερνόσαστε
θα σέρνειθα σέρνουν(ε)θα σέρνεταιθα σέρνονται
Fut
ur
θα σύρωθα σύρουμε, θα σύρομεθα συρθώθα συρθούμε
θα σύρειςθα σύρετεθα συρθείςθα συρθείτε
θα σύρειθα σύρουν(ε)θα συρθείθα συρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σύρειθα έχουμε σύρειθα έχω συρθείθα έχουμε συρθεί
θα έχεις σύρειθα έχετε σύρειθα έχεις συρθείθα έχετε συρθεί
θα έχει σύρειθα έχουν σύρειθα έχει συρθείθα έχουν συρθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σέρνωνα σέρνουμε, να σέρνομενα σέρνομαινα σερνόμαστε
να σέρνειςνα σέρνετενα σέρνεσαινα σέρνεστε, να σερνόσαστε
να σέρνεινα σέρνουν(ε)να σέρνεταινα σέρνονται
Aoristνα σύρωνα σύρουμε, να σύρομενα συρθώνα συρθούμε
να σύρειςνα σύρετενα συρθείςνα συρθείτε
να σύρεινα σύρουν(ε)να συρθείνα συρθούν(ε)
Perfνα έχω σύρεινα έχουμε σύρεινα έχω συρθείνα έχουμε συρθεί
να έχεις σύρεινα έχετε σύρεινα έχεις συρθείνα έχετε συρθεί
να έχει σύρεινα έχουν σύρεινα έχει συρθείνα έχουν συρθεί
Imper
ativ
Presσέρνεσέρνετεσέρνεστε
Aoristσύρεσύρτεσυρθείτε
Part
izip
Presσέρνονταςσερνόμενος, σερνάμενος
Perfέχοντας σύρεισυρμένος, -η, -οσυρμένοι, -ες, -α
InfinAoristσύρεισυρθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback