vertun
 (ugs.)  Verb

σκορπίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
So gut wie alles. Madame Colet, wenn ich Ihr Vater wäre, was ich glücklicherweise nicht bin, und sie würden sich privat und geschäftlich so vertun, müsste ich Sie kräftig verprügeln. Selbstverständlich auf geschäftliche Art.Μαντάμ Κολέτ, αν ήμουν ο πατέρας σας... που ευτυχώς δεν είμαι... και κάνατε αυτές τις αστοχίες στις επαγγελματικές σας υποθέσεις, θα σας έδινα μια καλή ξυλιά, με επιχειρηματικό τρόπο φυσικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Da vertun Sie sich.Χάσατε μια μέρα...

Übersetzung nicht bestätigt

..ausreichend vorhanden, aber nicht leichtsinnig zu vertun."Εκεί όταν χρειαζόντουσαν, αλλά όχι για να σπαταλώνται ανόητα."

Übersetzung nicht bestätigt

Nun, da Sie endlich frei sind, sollten Sie Ihre Zeit nicht In Hill House vertun.Τώρα που ελευθερώθηκες, δεν πρέπει να σπαταλάς τον χρόνο σου στο Χιλ Χάουζ.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir wollen doch nicht alle unsere gemeinsamen Tage mit Richtigstellungen vertun.Θα περάσουμε όλες τις μέρες ξεκαθαρίζοντας τα πάντα;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκορπίζωσκορπίζουμε, σκορπίζομεσκορπίζομαισκορπιζόμαστε
σκορπίζειςσκορπίζετεσκορπίζεσαισκορπίζεστε, σκορπιζόσαστε
σκορπίζεισκορπίζουν(ε)σκορπίζεταισκορπίζονται
Imper
fekt
σκόρπιζασκορπίζαμεσκορπιζόμουν(α)σκορπιζόμαστε, σκορπιζόμασταν
σκόρπιζεςσκορπίζατεσκορπιζόσουν(α)σκορπιζόσαστε, σκορπιζόσασταν
σκόρπιζεσκόρπιζαν, σκορπίζαν(ε)σκορπιζόταν(ε)σκορπίζονταν, σκορπιζόντανε, σκορπιζόντουσαν
Aoristσκόρπισασκορπίσαμεσκορπίστηκασκορπιστήκαμε
σκόρπισεςσκορπίσατεσκορπίστηκεςσκορπιστήκατε
σκόρπισεσκόρπισαν, σκορπίσαν(ε)σκορπίστηκεσκορπίστηκαν, σκορπιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκορπίσει
έχω σκορπισμένο
έχουμε σκορπίσει
έχουμε σκορπισμένο
έχω σκορπιστεί
είμαι σκορπισμένος, -η
έχουμε σκορπιστεί
είμαστε σκορπισμένοι, -ες
έχεις σκορπίσει
έχεις σκορπισμένο
έχετε σκορπίσει
έχετε σκορπισμένο
έχεις σκορπιστεί
είσαι σκορπισμένος, -η
έχετε σκορπιστεί
είστε σκορπισμένοι, -ες
έχει σκορπίσει
έχει σκορπισμένο
έχουν σκορπίσει
έχουν σκορπισμένο
έχει σκορπιστεί
είναι σκορπισμένος, -η, -ο
έχουν σκορπιστεί
είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκορπίσει
είχα σκορπισμένο
είχαμε σκορπίσει
είχαμε σκορπισμένο
είχα σκορπιστεί
ήμουν σκορπισμένος, -η
είχαμε σκορπιστεί
ήμαστε σκορπισμένοι, -ες
είχες σκορπίσει
είχες σκορπισμένο
είχατε σκορπίσει
είχατε σκορπισμένο
είχες σκορπιστεί
ήσουν σκορπισμένος, -η
είχατε σκορπιστεί
ήσαστε σκορπισμένοι, -ες
είχε σκορπίσει
είχε σκορπισμένο
είχαν σκορπίσει
είχαν σκορπισμένο
είχε σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένος, -η, -ο
είχαν σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκορπίζωθα σκορπίζουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπίζομαιθα σκορπιζόμαστε
θα σκορπίζειςθα σκορπίζετεθα σκορπίζεσαιθα σκορπίζεστε,
θα σκορπιζόσαστε
θα σκορπίζειθα σκορπίζουν(ε)θα σκορπίζεταιθα σκορπίζονται
Fut
ur
θα σκορπίσωθα σκορπίσουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπιστώθα σκορπιστούμε
θα σκορπίσειςθα σκορπίσετεθα σκορπιστείςθα σκορπιστείτε
θα σκορπίσειθα σκορπίσουν(ε)θα σκορπιστείθα σκορπιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκορπίσει
θα έχω σκορπισμένο
θα έχουμε σκορπίσει
θα έχουμε σκορπισμένο
θα έχω σκορπιστεί
θα είμαι σκορπισμένος, -η
θα έχουμε σκορπιστεί
θα είμαστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχεις σκορπίσει
θα έχεις σκορπισμένο
θα έχετε σκορπίσει
θα έχετε σκορπισμένο
θα έχεις σκορπιστεί
θα είσαι σκορπισμένος, -η
θα έχετε σκορπιστεί
θα είστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχει σκορπίσει
θα έχει σκορπισμένο
θα έχουν σκορπίσει
θα έχουν σκορπισμένο
θα έχει σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκορπίζωνα σκορπίζουμε,
να σκορπίζομε
να σκορπίζομαινα σκορπιζόμαστε
να σκορπίζειςνα σκορπίζετενα σκορπίζεσαινα σκορπίζεστε,
να σκορπιζόσαστε
να σκορπίζεινα σκορπίζουν(ε)να σκορπίζεταινα σκορπίζονται
Aoristνα σκορπίσωνα σκορπίσουμε,
να σκορπίσομε
να σκορπιστώνα σκορπιστούμε
να σκορπίσειςνα σκορπίσετενα σκορπιστείςνα σκορπιστείτε
να σκορπίσεινα σκορπίσουν(ε)να σκορπιστείνα σκορπιστούν(ε)
Perfνα έχω σκορπίσει
να έχω σκορπισμένο
να έχουμε σκορπίσει
να έχουμε σκορπισμένο
να έχω σκορπιστεί
να είμαι σκορπισμένος, -η
να έχουμε σκορπιστεί
να είμαστε σκορπισμένοι, -ες
να έχεις σκορπίσει
να έχεις σκορπισμένο
να έχετε σκορπίσει
να έχετε σκορπισμένο
να έχεις σκορπιστεί
να είσαι σκορπισμένος, -η
να έχετε σκορπιστεί
να είστε σκορπισμένοι, -ες
να έχει σκορπίσει
να έχει σκορπισμένο
να έχουν σκορπίσει
να έχουν σκορπισμένο
να έχει σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκόρπιζεσκορπίζετεσκορπίζεστε
Aoristσκόρπισεσκορπίστεσκορπίσουσκορπιστείτε
Part
izip
Presσκορπίζονταςσκορπιζόμενος
Perfέχοντας σκορπίσει
έχοντας σκορπισμένο
σκορπισμένος, -η, -οσκορπισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκορπίσεισκορπιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback