verjubeln
 (ugs.)  Verb

σπαταλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich schwör dir, Michael, ich schaffe es nicht, allein 100.000 Dollar jährlich zu verjubeln.Μια γυναίκα δε μπορεί να κουμαντάρει 100,000 το χρόνο ολομόναχη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich geb' dir nicht mein schwer verdientes Geld, damit du es in der nächsten Kneipe verjubeln kannst.Ελα δω, Ελαϊζα. Δε θα μου παιρνεις εσυ τη δουλεψη μου...

Übersetzung nicht bestätigt

Diese Gang von Vier-Sterne-Clowns... würde noch den ganzen Zirkus verjubeln.Ο πόλεμος διεξαγόταν από μια χούφτα γελοίων στρατηγών... που τελικά θα τα παρατούσαν όλα και έφευγαν.

Übersetzung nicht bestätigt

Was wühlt ihr noch im Dreck, wenn ihr eine Million verjubeln konntet?Γιατί είστε ακόμα ψιλικατζήδες με 1.000.000 δολλάρια στην τσέπη;

Übersetzung nicht bestätigt

Keiner hat heutzutage Kohle... aber alle Welt ist hier, um sie zu verjubeln.Κανείς δεν έχει λεφτά, αλλά όλοι έρχονται εδώ και τα σπαταλάνε.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σπαταλάω, σπαταλώσπαταλάμε, σπαταλούμεσπαταλιέμαισπαταλιόμαστε
σπαταλάςσπαταλάτεσπαταλιέσαισπαταλιέστε, σπαταλιόσαστε
σπαταλάει, σπαταλάσπαταλάν(ε), σπαταλούν(ε)σπαταλιέταισπαταλιούνται, σπαταλιόνται
Imper
fekt
σπαταλούσα, σπατάλαγασπαταλούσαμε, σπαταλάγαμεσπαταλιόμουν(α)σπαταλιόμαστε, σπαταλιόμασταν
σπαταλούσες, σπατάλαγεςσπαταλούσατε, σπαταλάγατεσπαταλιόσουν(α)σπαταλιόσαστε, σπαταλιόσασταν
σπαταλούσε, σπατάλαγεσπαταλούσαν(ε), σπατάλαγαν, σπαταλάγανεσπαταλιόταν(ε)σπαταλιόνταν(ε), σπαταλιούνταν, σπαταλιόντουσαν
Aoristσπατάλησασπαταλήσαμεσπαταλήθηκασπαταληθήκαμε
σπατάλησεςσπαταλήσατεσπαταλήθηκεςσπαταληθήκατε
σπατάλησεσπατάλησαν, σπαταλήσαν(ε)σπαταλήθηκεσπαταλήθηκαν, σπαταληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω σπαταλήσει
έχω σπαταλημένο
έχουμε σπαταλήσει
έχουμε σπαταλημένο
έχω σπαταληθεί
είμαι σπαταλημένος, -η
έχουμε σπαταληθεί
είμαστε σπαταλημένοι, -ες
έχεις σπαταλήσει
έχεις σπαταλημένο
έχετε σπαταλήσει
έχετε σπαταλημένο
έχεις σπαταληθεί
είσαι σπαταλημένος, -η
έχετε σπαταληθεί
είστε σπαταλημένοι, -ες
έχει σπαταλήσει
έχει σπαταλημένο
έχουν σπαταλήσει
έχουν σπαταλημένο
έχει σπαταληθεί
είναι σπαταλημένος, -η, -ο
έχουν σπαταληθεί
είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα σπαταλήσει
είχα σπαταλημένο
είχαμε σπαταλήσει
είχαμε σπαταλημένο
είχα σπαταληθεί
ήμουν σπαταλημένος, -η
είχαμε σπαταληθεί
ήμαστε σπαταλημένοι, -ες
είχες σπαταλήσει
είχες σπαταλημένο
είχατε σπαταλήσει
είχατε σπαταλημένο
είχες σπαταληθεί
ήσουν σπαταλημένος, -η
είχατε σπαταληθεί
ήσαστε σπαταλημένοι, -ες
είχε σπαταλήσει
είχε σπαταλημένο
είχαν σπαταλήσει
είχαν σπαταλημένο
είχε σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένος, -η, -ο
είχαν σπαταληθεί
ήταν σπαταλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σπαταλάω, θα σπαταλώθα σπαταλάμε, θα σπαταλούμεθα σπαταλιέμαιθα σπαταλιόμαστε
θα σπαταλάςθα σπαταλάτεθα σπαταλιέσαιθα σπαταλιέστε, θα σπαταλιόσαστε
θα σπαταλάει, θα σπαταλάθα σπαταλάν(ε), θα σπαταλούν(ε)θα σπαταλιέταιθα σπαταλιούνται, θα σπαταλιόνται
Fut
ur
θα σπαταλήσωθα σπαταλήσουμε, θα σπαταλήσομεθα σπαταληθώθα σπαταληθούμε
θα σπαταλήσειςθα σπαταλήσετεθα σπαταληθείςθα σπαταληθείτε
θα σπαταλήσειθα σπαταλήσουν(ε)θα σπαταληθείθα σπαταληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σπαταλήσει
θα έχω σπαταλημένο
θα έχουμε σπαταλήσει
θα έχουμε σπαταλημένο
θα έχω σπαταληθεί
θα είμαι σπαταλημένος, -η
θα έχουμε σπαταληθεί
θα είμαστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχεις σπαταλήσει
θα έχεις σπαταλημένο
θα έχετε σπαταλήσει
θα έχετε σπαταλημένο
θα έχεις σπαταληθεί
θα είσαι σπαταλημένος, -η
θα έχετε σπαταληθεί
θα είστε σπαταλημένοι, -ες
θα έχει σπαταλήσει
θα έχει σπαταλημένο
θα έχουν σπαταλήσει
θα έχουν σπαταλημένο
θα έχει σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένος, -η, -ο
θα έχουν σπαταληθεί
θα είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σπαταλάω, να σπαταλώνα σπαταλάμε, να σπαταλούμενα σπαταλιέμαινα σπαταλιόμαστε
να σπαταλάςνα σπαταλάτενα σπαταλιέσαινα σπαταλιέστε, να σπαταλιόσαστε
να σπαταλάει, να σπαταλάνα σπαταλάν(ε), να σπαταλούν(ε)να σπαταλιέταινα σπαταλιούνται, να σπαταλιόνται
Aoristνα σπαταλήσωνα σπαταλήσουμε, να σπαταλήσομενα σπαταληθώνα σπαταληθούμε
να σπαταλήσειςνα σπαταλήσετενα σπαταληθείςνα σπαταληθείτε
να σπαταλήσεινα σπαταλήσουν(ε)να σπαταληθείνα σπαταληθούν(ε)
Perfνα έχω σπαταλήσει
να έχω σπαταλημένο
να έχουμε σπαταλήσει
να έχουμε σπαταλημένο
να έχω σπαταληθεί
να είμαι σπαταλημένος, -η
να έχουμε σπαταληθεί
να είμαστε σπαταλημένοι, -ες
να έχεις σπαταλήσει
να έχεις σπαταλημένο
να έχετε σπαταλήσει
να έχετε σπαταλημένο
να έχεις σπαταληθεί
να είσαι σπαταλημένος, -η
να έχετε σπαταληθεί
να είστε σπαταλημένοι, -η
να έχει σπαταλήσει
να έχει σπαταλημένο
να έχουν σπαταλήσει
να έχουν σπαταλημένο
να έχει σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένος, -η, -ο
να έχουν σπαταληθεί
να είναι σπαταλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσπατάλα, σπατάλαγεσπαταλάτεσπαταλιέστε
Aoristσπατάλησε, σπατάλασπαταλήστεσπαταλήσουσπαταληθείτε
Part
izip
Presσπαταλώντας
Perfέχοντας σπαταλήσει, έχοντας σπαταλημένοσπαταλημένος, -η, -οσπαταλημένοι, -ες, -α
InfinAoristσπαταλήσεισπαταληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback