verschleudern
 (ugs.)  Verb

καταδαπανώ Verb
(0)
τρώω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie verschleudern die Gewinne?-Σκορπάς τα κέρδη;

Übersetzung nicht bestätigt

Sobald sie etwas Geld haben, verschleudern sie es bei den Huren.Όταν θα κερδίσουν περισσότερα απ' όσα χρειάζονται, θα τα παίξουν ή... θα ποτίζουν τα σκέλια των γυναικών.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich würde ihn bloß verschleudern.Θα τα σκορπούσα.

Übersetzung nicht bestätigt

Denn zur ewigen Schande meines Familiennamens... habe ich durch meine Schwäche und meine Feigheit... den Barrys erlaubt, in unserem Hause... eine brutale und schreckliche Herrschaft zu errichten, meiner lieben Mutter das Herz zu brechen, und das gesamte Vermögen meines leiblichen Vaters zu verschleudern.Nτρoπιάζovτας τo όvoμα της oικoγεvείας μoυ... με τη δειλία μoυ και τηv αδυvαμία... επέτρεψα στoυς Mπάρρυ vα εγκαθιδρύσoυv... τυραvvία στη ζωή μας. Aφήvovτας τη μητέρα μoυ τσακισμέvη... αφoύ σπατάλησαv μια μεγάλη περιoυσία.

Übersetzung nicht bestätigt

Denn zur ewigen Schande meines Familiennamens... habe ich durch meine Schwäche und meine Feigheit... den Barrys erlaubt, in unserem Hause... eine brutale und schreckliche Herrschaft zu errichten, meiner lieben Mutter das Herz zu brechen, und das gesamte Vermögen meines leiblichen Vaters zu verschleudern.Nτρoπιαζovτας τo οvoμα της oικoγεvειας μoυ... με τη δειλια μoυ και τηv αδυvαμια... επετρεψα στoυς Mπαρρυ vα εγκαθιδρυσoυv... τυραvvια στη ζωη μας. Aφηvovτας τη μητερα μoυ τσακισμεvη... αφoυ σπαταλησαv μια μεγαλη περιoυσια.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρώω, τρώγωτρώμε, τρώγομε, τρώγουμετρώγομαιτρωγόμαστε
τρως, τρώγειςτρώτε, τρώγετετρώγεσαιτρώγεστε, τρωγόσαστε
τρώει, τρώγειτρώνε, τρων, τρώγουν(ε)τρώγεταιτρώγονται
Imper
fekt
έτρωγατρώγαμετρωγόμουν(α)τρωγόμαστε, τρωγόμασταν
έτρωγεςτρώγατετρωγόσουν(α)τρωγόσαστε, τρωγόσασταν
έτρωγεέτρωγαν, τρώγαν(ε)τρωγόταν(ε)τρώγονταν, τρωγόντανε, τρωγόντουσαν
Aoristέφαγαφάγαμεφαγώθηκαφαγωθήκαμε
έφαγεςφάγατεφαγώθηκεςφαγωθήκατε
έφαγεέφαγαν, φάγαν(ε)φαγώθηκεφαγώθηκαν, φαγωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φάει
έχω φαγωμένο
έχουμε φάει
έχουμε φαγωμένο
έχω φαγωθεί
είμαι φαγωμένος, -η
έχουμε φαγωθεί
είμαστε φαγωμένοι, -ες
έχεις φάει
έχεις φαγωμένο
έχετε φάει
έχετε φαγωμένο
έχεις φαγωθεί
είσαι φαγωμένος, -η
έχετε φαγωθεί
είστε φαγωμένοι, -ες
έχει φάει
έχει φαγωμένο
έχουν φάει
έχουν φαγωμένο
έχει φαγωθεί
είναι φαγωμένος, -η, -ο
έχουν φαγωθεί
είναι φαγωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φάει
είχα φαγωμένο
είχαμε φάει
είχαμε φαγωμένο
είχα φαγωθεί
ήμουν φαγωμένος, -η
είχαμε φαγωθεί
ήμαστε φαγωμένοι, -ες
είχες φάει
είχες φαγωμένο
είχατε φάει
είχατε φαγωμένο
είχες φαγωθεί
ήσουν φαγωμένος, -η
είχατε φαγωθεί
ήσαστε φαγωμένοι, -ες
είχε φάει
είχε φαγωμένο
είχαν φάει
είχαν φαγωμένο
είχε φαγωθεί
ήταν φαγωμένος, -η, -ο
είχαν φαγωθεί
ήταν φαγωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρώω, θα τρώγωθα τρώμε, θα τρώγουμε, θα τρώγομεθα τρώγομαιθα τρωγόμαστε
θα τρως, θα τρώγειςθα τρωτε, θα τρώγετεθα τρώγεσαιθα τρώγεστε, θα τρωγόσαστε
θα τρώειθα τρώνε, θα τρων, θα τρώγουν(ε)θα τρωγεταιθα τρώγονται
Fut
ur
θα φάωθα φάμεθα φαγωθώθα φαγωθούμε
θα φαςθα φάτεθα φαγωθείςθα φαγωθείτε
θα φάειθα φάνε, θα φάνθα φαγωθείθα φαγωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φάει
θα έχω φαγωμένο
θα έχουμε φάει
θα έχουμε φαγωμένο
θα έχω φαγωθεί
θα είμαι φαγωμένος, -η
θα έχουμε φαγωθεί
θα ήμαστε φαγωμένοι, -ες
θα έχεις φάει
θα έχεις φαγωμένο
θα έχετε φάει
θα έχετε φαγωμένο
θα έχεις φαγωθεί
θα είσαι φαγωμένος, -η
θα έχετε φαγωθεί
θα είστε φαγωμένοι, -ες
θα έχει φάει
θα έχει φαγωμένο
θα έχουν φάει
θα έχουν φαγωμένο
θα έχει φαγωθεί
θα είναι φαγωμένος, -η, -ο
θα έχουν φαγωθεί
θα είναι φαγωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρώω, να τρώγωνα τρώμε, να τρώγουμε, να τρώγομενα τρώγομαινα τρωγόμαστε
να τρωςνα τρώτενα τρώγεσταινα τρώγεστε, τρωγόσαστε
να τρώεινα τρώνε, να τρων, να τρώγουν(ε)να τρώγεταινα τρώγονται
Aoristνα φαωνα φάμενα φαγωθώνα φαγωθούμε
να φαςνα φάτενα φαγωθείςνα φαγωθείτε
να φάεινα φάνε, να φαννα φαγωθείνα φαγωθούν(ε)
Perfνα έχω φάει
να έχω φαγωμένο
να έχουμε φάει
να έχουμε φαγωμένο
να έχω φαγωθεί
να είμαι φαγωμένος, -η
να έχουμε φαγωθεί
να είμαστε φαγωμένοι, -ες
να έχεις φάει
να έχεις φαγωμένο
να έχετε φάει
να έχετε φαγωμένο
να έχεις φαγωθεί
να είσαι φαγωμένος, -η
να έχετε φαγωθεί
να είστε φαγωμένοι, -ες
να έχει φάει
να έχει φαγωμένο
να έχουν φάει
να έχουν φαγωμένο
να έχει φαγωθεί
να είναι φαγωμένος, -η, -ο
να έχουν φαγωθεί
να είναι φαγωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρώγετρώτε, τρώγετετρώγεστε
Aoristφάεφάτεφαγωθείτε
Part
izip
Presτρώγοντας
Perfέχοντας φάει, έχοντας φαγωμένοφαγωμένος, -η, -οφαγωμένοι, -ες, -α
InfinAoristφάειφαγωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback