vermeiden
 Verb

αποφεύγω Verb
(26)
DeutschGriechisch
Doch von jetzt an werde ich große Worte und Pathos vermeiden.Στο εξής θα αποφεύγω τα μεγάλα λόγια και το πάθος της έκφρασης.

Übersetzung bestätigt

Ich versuche rein gar nichts zu vermeiden.Δεν αποφεύγω τίποτα.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποφεύγωαποφεύγουμε, αποφεύγομεαποφεύγομαιαποφευγόμαστε
αποφεύγειςαποφεύγετεαποφεύγεσαιαποφεύγεστε, αποφευγόσαστε
αποφεύγειαποφεύγουν(ε)αποφεύγεταιαποφεύγονται
Imper
fekt
απέφευγααποφεύγαμεαποφευγόμουν(α)αποφευγόμαστε
απέφευγεςαποφεύγατεαποφευγόσουν(α)αποφευγόσαστε
απέφευγεαπέφευγαν, αποφεύγαν(ε)αποφευγόταν(ε)αποφεύγονταν
Aoristαπέφυγα, απόφυγααποφύγσαμεαποφεύχθηκααποφευχθήκαμε
απέφυγες, απόφυγεςαποφύγσατεαποφεύχθηκεςαποφευχθήκατε
απέφυγε, απόφυγεαπέφυγαν, αποφύγαν(ε)αποφεύχθηκεαποφεύχθηκαν, αποφευχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποφύγειέχουμε αποφύγειέχω αποφευχθείέχουμε αποφευχθεί
έχεις αποφύγειέχετε αποφύγειέχεις αποφευχθείέχετε αποφευχθεί
έχει αποφύγειέχουν αποφύγειέχει αποφευχθείέχουν αποφευχθεί
Plu
per
fekt
είχα αποφύγειείχαμε αποφύγειείχα αποφευχθείείχαμε αποφευχθεί
είχες αποφύγειείχατε αποφύγειείχες αποφευχθείείχατε αποφευχθεί
είχε αποφύγειείχαν αποφύγειείχε αποφευχθείείχαν αποφευχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποφεύγωθα αποφεύγουμε, θα αποφεύγομεθα αποφεύγομαιθα απογευγόμαστε
θα αποφεύγειςθα αποφεύγετεθα αποφεύγεσαιθα αποφεύγεστε θα απογευγόσαστε
θα αποφεύγειθα αποφεύγουν(ε)θα αποφεύγεταιθα αποφεύγονται
Fut
ur
θα αποφύγωθα αποφύγουμε, θα αποφύγομεθα αποφευχθώθα αποφευχθούμε
θα αποφύγειςθα αποφύγετεθα αποφευχθείςθα αποφευχθείτε
θα αποφύγειθα αποφύγουν(ε)θα αποφευχθείθα αποφευχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποφύγειθα έχουμε αποφύγειθα έχω αποφευχθείθα έχουμε αποφευχθεί
θα έχεις αποφύγειθα έχετε αποφύγειθα έχεις αποφευχθείθα έχετε αποφευχθεί
θα έχει αποφύγειθα έχουν αποφύγειθα έχει αποφευχθείθα έχουν αποφευχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποφεύγωνα αποφεύγουμε, να αποφεύγομενα αποφεύγομαινα απογευγόμαστε
να αποφεύγειςνα αποφεύγετενα αποφεύγεσαινα αποφεύγεστε, να απογευγόσαστε
να αποφεύγεινα αποφεύγουν(ε)να αποφεύγεταινα αποφεύγονται
Aoristνα αποφύγωνα αποφύγουμε, να αποφύγομενα αποφευχθώνα αποφευχθούμε
να αποφύγειςνα αποφύγετενα αποφευχθείςνα αποφευχθείτε
να αποφύγεινα αποφύγουν(ε)να αποφευχθείνα αποφευχθούν(ε)
Perfνα έχω αποφύγεινα έχουμε αποφύγεινα έχω αποφευχθείνα έχουμε αποφευχθεί
να έχεις αποφύγεινα έχετε αποφύγεινα έχεις αποφευχθείνα έχετε αποφευχθεί
να έχει αποφύγεινα έχουν αποφύγεινα έχει αποφευχθείνα έχουν αποφευχθεί
Imper
ativ
Presαπόφευγεαποφεύγετεαποφεύγεστε
Aoristαπόφυγεαποφύγετε, αποφύγατεαποφευχθείτε
Part
izip
Presαποφεύγοντας
Perfέχοντας αποφύγει
InfinAoristαποφύγειαποφευχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback