verbrauchen
 Verb

καταναλώνω Verb
(3)
δαπανώ Verb
(0)
ξοδεύω Verb
(0)
αναλώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταναλώνω, καταναλίσκωκαταναλώνουμε, καταναλώνομεκαταναλώνομαικαταναλωνόμαστε
καταναλώνειςκαταναλώνετεκαταναλώνεσαικαταναλώνεστε, καταναλωνόσαστε
καταναλώνεικαταναλώνουν(ε)καταναλώνεταικαταναλώνονται
Imper
fekt
κατανάλωνακαταναλώναμεκαταναλωνόμουν(α)καταναλωνόμαστε, καταναλωνόμασταν
κατανάλωνεςκαταναλώνατεκαταναλωνόσουν(α)καταναλωνόσαστε, καταναλωνόσασταν
κατανάλωνεκατανάλωναν, καταναλώναν(ε)καταναλωνόταν(ε)καταναλώνονταν, καταναλωνόντανε, καταναλωνόντουσαν
Aoristκατανάλωσακαταναλώσαμεκαταναλώθηκακαταναλωθήκαμε
κατανάλωσεςκαταναλώσατεκαταναλώθηκεςκαταναλωθήκατε
κατανάλωσεκατανάλωσαν, καταναλώσαν(ε)καταναλώθηκεκαταναλώθηκαν, καταναλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταναλώσει
έχω καταναλωμένο
έχουμε καταναλώσει
έχουμε καταναλωμένο
έχω καταναλωθεί
είμαι καταναλωμένος, -η
έχουμε καταναλωθεί
είμαστε καταναλωμένοι, -ες
έχεις καταναλώσει
έχεις καταναλωμένο
έχετε καταναλώσει
έχετε καταναλωμένο
έχεις καταναλωθεί
είσαι καταναλωμένος, -η
έχετε καταναλωθεί
είστε καταναλωμένοι, -ες
έχει καταναλώσει
έχει καταναλωμένο
έχουν καταναλώσει
έχουν καταναλωμένο
έχει καταναλωθεί
είναι καταναλωμένος, -η, -ο
έχουν καταναλωθεί
είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταναλώσει
είχα καταναλωμένο
είχαμε καταναλώσει
είχαμε καταναλωμένο
είχα καταναλωθεί
ήμουν καταναλωμένος, -η
είχαμε καταναλωθεί
ήμαστε καταναλωμένοι, -ες
είχες καταναλώσει
είχες καταναλωμένο
είχατε καταναλώσει
είχατε καταναλωμένο
είχες καταναλωθεί
ήσουν καταναλωμένος, -η
είχατε καταναλωθεί
ήσαστε καταναλωμένοι, -ες
είχε καταναλώσει
είχε καταναλωμένο
είχαν καταναλώσει
είχαν καταναλωμένο
είχε καταναλωθεί
ήταν καταναλωμένος, -η, -ο
είχαν καταναλωθεί
ήταν καταναλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταναλώνωθα καταναλώνουμε, θα καταναλώνομεθα καταναλώνομαιθα καταναλωνόμαστε
θα καταναλώνειςθα καταναλώνετεθα καταναλώνεσαιθα καταναλώνεστε, θα καταναλωνόσαστε
θα καταναλώνειθα καταναλώνουν(ε)θα καταναλώνεταιθα καταναλώνονται
Fut
ur
θα καταναλώσωθα καταναλώσουμε, θα καταναλώσομεθα καταναλωθώθα καταναλωθούμε
θα καταναλώσειςθα καταναλώσετεθα καταναλωθείςθα καταναλωθείτε
θα καταναλώσειθα καταναλώσουνθα καταναλωθείθα καταναλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταναλώσει
θα έχω καταναλωμένο
θα έχουμε καταναλώσει
θα έχουμε καταναλωμένο
θα έχω καταναλωθεί
θα είμαι καταναλωμένος, -η
θα έχουμε καταναλωθεί
θα είμαστε καταναλωμένοι, -ες
θα έχεις καταναλώσει
θα έχεις καταναλωμένο
θα έχετε καταναλώσει
θα έχετε καταναλωμένο
θα έχεις καταναλωθεί
θα είσαι καταναλωμένος, -η
θα έχετε καταναλωθεί
θα είστε καταναλωμένοι, -ες
θα έχει καταναλώσει
θα έχει καταναλωμένο
θα έχουν καταναλώσει
θα έχουν καταναλωμένο
θα έχει καταναλωθεί
θα είναι καταναλωμένος, -η, -ο
θα έχουν καταναλωθεί
θα είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταναλώνωνα καταναλώνουμε, να καταναλώνομενα καταναλώνομαινα καταναλωνόμαστε
να καταναλώνειςνα καταναλώνετενα καταναλώνεσαινα καταναλώνεστε, να καταναλωνόσαστε
να καταναλώνεινα καταναλώνουν(ε)να καταναλώνεταινα καταναλώνονται
Aoristνα καταναλώσωνα καταναλώσουμε, να καταναλώσομενα καταναλωθώνα καταναλωθούμε
να καταναλώσειςνα καταναλώσετενα καταναλωθείςνα καταναλωθείτε
να καταναλώσεινα καταναλώσουν(ε)να καταναλωθείνα καταναλωθούν(ε)
Perfνα έχω καταναλώσει
να έχω καταναλωμένο
να έχουμε καταναλώσει
να έχουμε καταναλωμένο
να έχω καταναλωθεί
να είμαι καταναλωμένος, -η
να έχουμε καταναλωθεί
να είμαστε καταναλωμένοι, -ες
να έχεις καταναλώσει
να έχεις καταναλωμένο
να έχετε καταναλώσει
να έχετε καταναλωμένο
να έχεις καταναλωθεί
να είσαι καταναλωμένος, -η
να έχετε καταναλωθεί
να είστε καταναλωμένοι, -ες
να έχει καταναλώσει
να έχει καταναλωμένο
να έχουν καταναλώσει
να έχουν καταναλωμένο
να έχει καταναλωθεί
να είναι καταναλωμένος, -η, -ο
να έχουν καταναλωθεί
να είναι καταναλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατανάλωνεκαταναλώνετεκαταναλώνεστε
Aoristκατανάλωσεκαταναλώστε, καταναλώσετεκαταναλώσουκαταναλωθείτε
Part
izip
Presκαταναλώνοντας
Perfέχοντας καταναλώσει, έχοντας καταναλωμένοκαταναλωμένος, -η, -οκαταναλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταναλώσεικαταναλωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δαπανάω, δαπανώδαπανάμε, δαπανούμεδαπανιέμαι, δαπανώμαιδαπανιόμαστε, δαπανόμαστε, δαπανώμεθα
δαπανάςδαπανάτεδαπανιέσαι, δαπανάσαιδαπανιέστε, δαπανιόσαστε, δαπανάστε, δαπανάσθε
δαπανάει, δαπανάδαπανάν(ε), δαπανούν(ε)δαπανιέται, δαπανάταιδαπανιούνται, δαπανιόνται, δαπανώνται
Imper
fekt
δαπανούσα, δαπάναγαδαπανούσαμε, δαπανάγαμεδαπανιόμουν(α)δαπανιόμαστε, δαπανιόμασταν
δαπανούσες, δαπάναγεςδαπανούσατε, δαπανάγατεδαπανιόσουν(α)δαπανιόσαστε, δαπανιόσασταν
δαπανούσε, δαπάναγεδαπανούσαν(ε), δαπάναγαν, δαπανάγανεδαπανιόταν(ε)δαπανιόνταν(ε), δαπανιούνταν, δαπανιόντουσαν
Aoristδαπάνησαδαπανήσαμεδαπανήθηκαδαπανηθήκαμε
δαπάνησεςδαπανήσατεδαπανήθηκεςδαπανηθήκατε
δαπάνησεδαπάνησαν, δαπανήσαν(ε)δαπανήθηκεδαπανήθηκαν, δαπανηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω δαπανήσει
έχω δαπανημένο
έχουμε δαπανήσει
έχουμε δαπανημένο
έχω δαπανηθεί
είμαι δαπανημένος, -η
έχουμε δαπανηθεί
είμαστε δαπανημένοι, -ες
έχεις δαπανήσει
έχεις δαπανημένο
έχετε δαπανήσει
έχετε δαπανημένο
έχεις δαπανηθεί
είσαι δαπανημένος, -η
έχετε δαπανηθεί
είστε δαπανημένοι, -ες
έχει δαπανήσει
έχει δαπανημένο
έχουν δαπανήσει
έχουν δαπανημένο
έχει δαπανηθεί
είναι δαπανημένος, -η, -ο
έχουν δαπανηθεί
είναι δαπανημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα δαπανήσει
είχα δαπανημένο
είχαμε δαπανήσει
είχαμε δαπανημένο
είχα δαπανηθεί
ήμουν δαπανημένος, -η
είχαμε δαπανηθεί
ήμαστε δαπανημένοι, -ες
είχες δαπανήσει
είχες δαπανημένο
είχατε δαπανήσει
είχατε δαπανημένο
είχες δαπανηθεί
ήσουν δαπανημένος, -η
είχατε δαπανηθεί
ήσαστε δαπανημένοι, -ες
είχε δαπανήσει
είχε δαπανημένο
είχαν δαπανήσει
είχαν δαπανημένο
είχε δαπανηθεί
ήταν δαπανημένος, -η, -ο
είχαν δαπανηθεί
ήταν δαπανημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δαπανάω, θα δαπανώθα δαπανάμε, θα δαπανούμεθα δαπανιέμαι, θα δαπανώμαιθα δαπανιόμαστε, θα δαπανόμαστε, θα δαπανώμεθα
θα δαπανάςθα δαπανάτεθα δαπανιέσαι, θα δαπανάσαιθα δαπανιέστε, θα δαπανιόσαστε, θα δαπανάστε, θα δαπανάσθε
θα δαπανάει, θα δαπανάθα δαπανάν(ε), θα δαπανούν(ε)θα δαπανιέται, θα δαπανάταιθα δαπανιούνται, θα δαπανιόνται, θα δαπανώνται
Fut
ur
θα δαπανήσωθα δαπανήσουμε, θα δαπανήσομεθα δαπανηθώθα δαπανηθούμε
θα δαπανήσειςθα δαπανήσετεθα δαπανηθείςθα δαπανηθείτε
θα δαπανήσειθα δαπανήσουν(ε)θα δαπανηθείθα δαπανηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δαπανήσει
θα έχω δαπανημένο
θα έχουμε δαπανήσει
θα έχουμε δαπανημένο
θα έχω δαπανηθεί
θα είμαι δαπανημένος, -η
θα έχουμε δαπανηθεί
θα είμαστε δαπανημένοι, -ες
θα έχεις δαπανήσει
θα έχεις δαπανημένο
θα έχετε δαπανήσει
θα έχετε δαπανημένο
θα έχεις δαπανηθεί
θα είσαι δαπανημένος, -η
θα έχετε δαπανηθεί
θα είστε δαπανημένοι, -ες
θα έχει δαπανήσει
θα έχει δαπανημένο
θα έχουν δαπανήσει
θα έχουν δαπανημένο
θα έχει δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένος, -η, -ο
θα έχουν δαπανηθεί
θα είναι δαπανημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δαπανάω, να δαπανώνα δαπανάμε, να δαπανούμενα δαπανιέμαι, να δαπανώμαινα δαπανιόμαστε, να δαπανόμαστε, να δαπανώμεθα
να δαπανάςνα δαπανάτενα δαπανιέσαι, να δαπανάσαινα δαπανιέστε, να δαπανιόσαστε, να δαπανάστε, να δαπανάσθε
να δαπανάει, να δαπανάνα δαπανάν(ε), να δαπανούν(ε)να δαπανιέται, να δαπανάταινα δαπανιούνται, να δαπανιόνται, να δαπανώνται
Aoristνα δαπανήσωνα δαπανήσουμε, να δαπανήσομενα δαπανηθώνα δαπανηθούμε
να δαπανήσειςνα δαπανήσετενα δαπανηθείςνα δαπανηθείτε
να δαπανήσεινα δαπανήσουν(ε)να δαπανηθείνα δαπανηθούν(ε)
Perfνα έχω δαπανήσει
να έχω δαπανημένο
να έχουμε δαπανήσει
να έχουμε δαπανημένο
να έχω δαπανηθεί
να είμαι δαπανημένος, -η
να έχουμε δαπανηθεί
να είμαστε δαπανημένοι, -ες
να έχεις δαπανήσει
να έχεις δαπανημένο
να έχετε δαπανήσει
να έχετε δαπανημένο
να έχεις δαπανηθεί
να είσαι δαπανημένος, -η
να έχετε δαπανηθεί
να είστε δαπανημένοι, -η
να έχει δαπανήσει
να έχει δαπανημένο
να έχουν δαπανήσει
να έχουν δαπανημένο
να έχει δαπανηθεί
να είναι δαπανημένος, -η, -ο
να έχουν δαπανηθεί
να είναι δαπανημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδαπάνα, δαπάναγεδαπανάτεδαπανιέστε, δαπανάστε, δαπανάσθε
Aoristδαπάνησε, δαπάναδαπανήστεδαπανήσουδαπανηθείτε
Part
izip
Presδαπανώνταςδαπανώμενος
Perfέχοντας δαπανήσει, έχοντας δαπανημένοδαπανημένος, -η, -οδαπανημένοι, -ες, -α
InfinAoristδαπανήσειδαπανηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξοδεύωξοδεύουμε, ξοδεύομεξοδεύομαιξοδευόμαστε
ξοδεύειςξοδεύετεξοδεύεσαιξοδεύεστε, ξοδευόσαστε
ξοδεύειξοδεύουν(ε)ξοδεύεταιξοδεύονται
Imper
fekt
ξόδευαξοδεύαμεξοδευόμουν(α)ξοδευόμαστε, ξοδευόμασταν
ξόδευεςξοδεύατεξοδευόσουν(α)ξοδευόσαστε, ξοδευόσασταν
ξόδευεξόδευαν, ξοδεύαν(ε)ξοδευόταν(ε)ξοδεύονταν, ξοδευόντανε, ξοδευόντουσαν
Aoristξόδεψαξοδέψαμεξοδεύτηκαξοδευτήκαμε
ξόδεψεςξοδέψατεξοδεύτηκεςξοδευτήκατε
ξόδεψεξόδεψαν, ξοδέψαν(ε)ξοδεύτηκεξοδεύτηκαν, ξοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξοδέψει
έχω ξοδεμένο
έχουμε ξοδέψει
έχουμε ξοδεμένο
έχω ξοδευτεί
είμαι ξοδεμένος, -η
έχουμε ξοδευτεί
είμαστε ξοδεμένοι, -ες
έχεις ξοδέψει
έχεις ξοδεμένο
έχετε ξοδέψει
έχετε ξοδεμένο
έχεις ξοδευτεί
είσαι ξοδεμένος, -η
έχετε ξοδευτεί
είστε ξοδεμένοι, -ες
έχει ξοδέψει
έχει ξοδεμένο
έχουν ξοδέψει
έχουν ξοδεμένο
έχει ξοδευτεί
είναι ξοδεμένος, -η, -ο
έχουν ξοδευτεί
είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξοδέψει
είχα ξοδεμένο
είχαμε ξοδέψει
είχαμε ξοδεμένο
είχα ξοδευτεί
ήμουν ξοδεμένος, -η
είχαμε ξοδευτεί
ήμαστε ξοδεμένοι, -ες
είχες ξοδέψει
είχες ξοδεμένο
είχατε ξοδέψει
είχατε ξοδεμένο
είχες ξοδευτεί
ήσουν ξοδεμένος, -η
είχατε ξοδευτεί
ήσαστε ξοδεμένοι, -ες
είχε ξοδέψει
είχε ξοδεμένο
είχαν ξοδέψει
είχαν ξοδεμένο
είχε ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένος, -η, -ο
είχαν ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξοδεύωθα ξοδεύουμε, θα ξοδεύομεθα ξοδεύομαιθα ξοδευόμαστε
θα ξοδεύειςθα ξοδεύετεθα ξοδεύεσαιθα ξοδεύεστε, θα ξοδευόσαστε
θα ξοδεύειθα ξοδεύουν(ε)θα ξοδεύεταιθα ξοδεύονται
Fut
ur
θα ξοδέψωθα ξοδέψουμε, θα ξοδέψομεθα ξοδευτώθα ξοδευτούμε
θα ξοδέψειςθα ξοδέψετεθα ξοδευτείςθα ξοδευτείτε
θα ξοδέψειθα ξοδέψουν(ε)θα ξοδευτείθα ξοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξοδέψει
θα έχω ξοδεμένο
θα έχουμε ξοδέψει
θα έχουμε ξοδεμένο
θα έχω ξοδευτεί
θα είμαι ξοδεμένος, -η
θα έχουμε ξοδευτεί
θα είμαστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχεις ξοδέψει
θα έχεις ξοδεμένο
θα έχετε ξοδέψει
θα έχετε ξοδεμένο
θα έχεις ξοδευτεί
θα είσαι ξοδεμένος, -η
θα έχετε ξοδευτεί
θα είστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχει ξοδέψει
θα έχει ξοδεμένο
θα έχουν ξοδέψει
θα έχουν ξοδεμένο
θα έχει ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξοδεύωνα ξοδεύουμε, να ξοδεύομενα ξοδεύομαινα ξοδευόμαστε
να ξοδεύειςνα ξοδεύετενα ξοδεύεσαινα ξοδεύεστε, να ξοδευόσαστε
να ξοδεύεινα ξοδεύουν(ε)να ξοδεύεταινα ξοδεύονται
Aoristνα ξοδέψωνα ξοδέψουμε, να ξοδέψομενα ξοδευτώνα ξοδευτούμε
να ξοδέψειςνα ξοδέψετενα ξοδευτείςνα ξοδευτείτε
να ξοδέψεινα ξοδέψουν(ε)να ξοδευτείνα ξοδευτούν(ε)
Perfνα έχω ξοδέψει
να έχω ξοδεμένο
να έχουμε ξοδέψει
να έχουμε ξοδεμένο
να έχω ξοδευτεί
να είμαι ξοδεμένος, -η
να έχουμε ξοδευτεί
να είμαστε ξοδεμένοι, -ες
να έχεις ξοδέψει
να έχεις ξοδεμένο
να έχετε ξοδέψει
να έχετε ξοδεμένο
να έχεις ξοδευτεί
να είσαι ξοδεμένος, -η
να έχετε ξοδευτεί
να είστε ξοδεμένοι, -ες
να έχει ξοδέψει
να έχει ξοδεμένο
να έχουν ξοδέψει
να έχουν ξοδεμένο
να έχει ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένος, -η, -ο
να έχουν ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξόδευεξοδεύετεξοδεύεστε
Aoristξόδεψεξοδέψτε, ξοδεύτεξοδέψουξοδευτείτε
Part
izip
Presξοδεύοντας
Perfέχοντας ξοδέψει, έχοντας ξοδεμένοξοδεμένος, -η, -οξοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristξοδέψειξοδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback