aufwenden
 Verb

αφιερώνω Verb
(0)
καταβάλλω Verb
(0)
ξοδεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Derjenige von Ihnen, der Captain Garth ist, muss viel Energie aufwenden, um Captain Kirks Gestalt beizubehalten.Όποιος κι αν είναι ο κυβερνήτης Γκαρθ θα πρέπει να ξοδεύει πολλή ενέργεια για να διατηρεί την όψη του Κερκ.

Übersetzung nicht bestätigt

Hollis, es gibt viele Leute, die glauben, dass wir genug Probleme hier auf der Erde haben die unsere Aufmerksamkeit verdienen bevor wir Milliarden von Dollars für den Weltraum aufwenden.Hollis, Υπάρχει κόσμος που πιστεύει πως έχουμε πρόβληματα εδώ,στη Γη. που αξίζουν της προσοχής μας πρίν ξοδέψουμε εκατομμύρια δολλάρια για το διάστημα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich musste die Polizei verständigen, die Spezialeinheit abziehen, die Presse zum Schweigen bringen und mein halbes Budget für die Renovierung aufwenden!'Εβαλα μέσα για να μη γίνει σκάνδαλο... και πλήρωσα τις ζημιές σου. Κάποιος πήγε να με σκοτώσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn du bei mir landen willst, musst du mehr aufwenden.Αλλά όσο αφορά εμένα, χρειάζεσαι πολύ περισσότερα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn du nur fünf Prozent deiner Intelligenz für die Schule aufwenden würdest...Ξέρεις κάτι αν αφιέρωνες το 5% ... ...από την εξυπνάδα σου στις σπουδές σου,...

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταβάλλωκαταβάλλουμε, καταβάλλομεκαταβάλλομαικαταβαλλόμαστε
καταβάλλειςκαταβάλλετεκαταβάλλεσαικαταβάλλεστε, καταβαλλόσαστε
καταβάλλεικαταβάλλουν(ε)καταβάλλεταικαταβάλλονται
Imper
fekt
κατέβαλλακαταβάλλαμεκαταβαλλόμουν(α)καταβαλλόμαστε
κατέβαλλεςκαταβάλλατεκαταβαλλόσουν(α)καταβαλλόσαστε
κατέβαλλεκατέβαλλαν, καταβάλλαν(ε)καταβαλλόταν(ε)καταβάλλονταν
Aoristκατέβαλακαταβάλαμεκαταβλήθηκακαταβληθήκαμε
κατέβαλεςκαταβάλατεκαταβλήθηκεςκαταβληθήκατε
κατέβαλεκατέβαλαν, καταβάλαν(ε)καταβλήθηκεκαταβλήθηκαν, καταβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταβάλειέχουμε καταβάλειέχω καταβληθεί
είμαι καταβεβλημένος, -η
έχουμε καταβληθεί
είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
έχεις καταβάλειέχετε καταβάλειέχεις καταβληθεί
είσαι καταβεβλημένος, -η
έχετε καταβληθεί
είστε καταβεβλημένοι, -ες
έχει καταβάλειέχουν καταβάλειέχει καταβληθεί
είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν καταβληθεί
είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταβάλειείχαμε καταβάλειείχα καταβληθεί
ήμουν καταβεβλημένος, -η
είχαμε καταβληθεί
ήμαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχες καταβάλειείχατε καταβάλειείχες καταβληθεί
ήσουν καταβεβλημένος, -η
είχατε καταβληθεί
ήσαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχε καταβάλειείχαν καταβάλειείχε καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταβάλλωθα καταβάλλουμε, θα καταβάλλομεθα καταβάλλομαιθα καταβαλλόμαστε
θα καταβάλλειςθα καταβάλλετεθα καταβάλλεσαιθα καταβάλλεστε, θα καταβαλλόσαστε
θα καταβάλλειθα καταβάλλουν(ε)θα καταβάλλεταιθα καταβάλλονται
Fut
ur
θα καταβάλωθα καταβάλουμε, θα καταβάλομεθα καταβληθώθα καταβληθούμε
θα καταβάλειςθα καταβάλετεθα καταβληθείςθα καταβληθείτε
θα καταβάλειθα καταβάλουν(ε)θα καταβληθείθα καταβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταβάλειθα έχουμε καταβάλειθα έχω καταβληθεί
θα είμαι καταβεβλημένος, -η
θα έχουμε καταβληθεί
θα είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις καταβάλειθα έχετε καταβάλειθα έχεις καταβληθεί
θα είσαι καταβεβλημένος, -η
θα έχετε καταβάλει
θα είστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχει καταβάλειθα έχουν καταβάλειθα έχει καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταβάλλωνα καταβάλλουμε, να καταβάλλομενα καταβάλλομαινα καταβαλλόμαστε
να καταβάλλειςνα καταβάλλετενα καταβάλλεσαινα καταβάλλεστε, να καταβαλλόσαστε
να καταβάλλεινα καταβάλλουνενα καταβάλλεταινα καταβάλλονται
Aoristνα καταβάλωνα καταβάλουμενα καταβληθώνα καταβληθούμε
να καταβάλειςνα καταβάλετενα καταβληθείςνα καταβληθείτε
να καταβάλεινα καταβάλουν(ε)να καταβληθείνα καταβληθούν(ε)
Perfνα έχω καταβάλεινα έχουμε καταβάλεινα έχω καταβληθεί
να είμαι καταβεβλημένος, -η
να έχουμε καταβληθεί
να είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχεις καταβάλεινα έχετε καταβάλεινα έχεις καταβληθεί
να είσαι καταβεβλημένος, -η
να έχετε καταβληθεί
να είστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχει καταβάλεινα έχουν καταβάλεινα έχει καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάβαλλεκαταβάλλετεκαταβάλλεστε
Aoristκατάβαλεκαταβάλετεκαταβληθείτε
Part
izip
Presκαταβάλλονταςκαταβαλλόμενος
Perfέχοντας καταβάλεικαταβεβλημένος, -η, -οκαταβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταβάλεικαταβληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξοδεύωξοδεύουμε, ξοδεύομεξοδεύομαιξοδευόμαστε
ξοδεύειςξοδεύετεξοδεύεσαιξοδεύεστε, ξοδευόσαστε
ξοδεύειξοδεύουν(ε)ξοδεύεταιξοδεύονται
Imper
fekt
ξόδευαξοδεύαμεξοδευόμουν(α)ξοδευόμαστε, ξοδευόμασταν
ξόδευεςξοδεύατεξοδευόσουν(α)ξοδευόσαστε, ξοδευόσασταν
ξόδευεξόδευαν, ξοδεύαν(ε)ξοδευόταν(ε)ξοδεύονταν, ξοδευόντανε, ξοδευόντουσαν
Aoristξόδεψαξοδέψαμεξοδεύτηκαξοδευτήκαμε
ξόδεψεςξοδέψατεξοδεύτηκεςξοδευτήκατε
ξόδεψεξόδεψαν, ξοδέψαν(ε)ξοδεύτηκεξοδεύτηκαν, ξοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξοδέψει
έχω ξοδεμένο
έχουμε ξοδέψει
έχουμε ξοδεμένο
έχω ξοδευτεί
είμαι ξοδεμένος, -η
έχουμε ξοδευτεί
είμαστε ξοδεμένοι, -ες
έχεις ξοδέψει
έχεις ξοδεμένο
έχετε ξοδέψει
έχετε ξοδεμένο
έχεις ξοδευτεί
είσαι ξοδεμένος, -η
έχετε ξοδευτεί
είστε ξοδεμένοι, -ες
έχει ξοδέψει
έχει ξοδεμένο
έχουν ξοδέψει
έχουν ξοδεμένο
έχει ξοδευτεί
είναι ξοδεμένος, -η, -ο
έχουν ξοδευτεί
είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξοδέψει
είχα ξοδεμένο
είχαμε ξοδέψει
είχαμε ξοδεμένο
είχα ξοδευτεί
ήμουν ξοδεμένος, -η
είχαμε ξοδευτεί
ήμαστε ξοδεμένοι, -ες
είχες ξοδέψει
είχες ξοδεμένο
είχατε ξοδέψει
είχατε ξοδεμένο
είχες ξοδευτεί
ήσουν ξοδεμένος, -η
είχατε ξοδευτεί
ήσαστε ξοδεμένοι, -ες
είχε ξοδέψει
είχε ξοδεμένο
είχαν ξοδέψει
είχαν ξοδεμένο
είχε ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένος, -η, -ο
είχαν ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξοδεύωθα ξοδεύουμε, θα ξοδεύομεθα ξοδεύομαιθα ξοδευόμαστε
θα ξοδεύειςθα ξοδεύετεθα ξοδεύεσαιθα ξοδεύεστε, θα ξοδευόσαστε
θα ξοδεύειθα ξοδεύουν(ε)θα ξοδεύεταιθα ξοδεύονται
Fut
ur
θα ξοδέψωθα ξοδέψουμε, θα ξοδέψομεθα ξοδευτώθα ξοδευτούμε
θα ξοδέψειςθα ξοδέψετεθα ξοδευτείςθα ξοδευτείτε
θα ξοδέψειθα ξοδέψουν(ε)θα ξοδευτείθα ξοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξοδέψει
θα έχω ξοδεμένο
θα έχουμε ξοδέψει
θα έχουμε ξοδεμένο
θα έχω ξοδευτεί
θα είμαι ξοδεμένος, -η
θα έχουμε ξοδευτεί
θα είμαστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχεις ξοδέψει
θα έχεις ξοδεμένο
θα έχετε ξοδέψει
θα έχετε ξοδεμένο
θα έχεις ξοδευτεί
θα είσαι ξοδεμένος, -η
θα έχετε ξοδευτεί
θα είστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχει ξοδέψει
θα έχει ξοδεμένο
θα έχουν ξοδέψει
θα έχουν ξοδεμένο
θα έχει ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξοδεύωνα ξοδεύουμε, να ξοδεύομενα ξοδεύομαινα ξοδευόμαστε
να ξοδεύειςνα ξοδεύετενα ξοδεύεσαινα ξοδεύεστε, να ξοδευόσαστε
να ξοδεύεινα ξοδεύουν(ε)να ξοδεύεταινα ξοδεύονται
Aoristνα ξοδέψωνα ξοδέψουμε, να ξοδέψομενα ξοδευτώνα ξοδευτούμε
να ξοδέψειςνα ξοδέψετενα ξοδευτείςνα ξοδευτείτε
να ξοδέψεινα ξοδέψουν(ε)να ξοδευτείνα ξοδευτούν(ε)
Perfνα έχω ξοδέψει
να έχω ξοδεμένο
να έχουμε ξοδέψει
να έχουμε ξοδεμένο
να έχω ξοδευτεί
να είμαι ξοδεμένος, -η
να έχουμε ξοδευτεί
να είμαστε ξοδεμένοι, -ες
να έχεις ξοδέψει
να έχεις ξοδεμένο
να έχετε ξοδέψει
να έχετε ξοδεμένο
να έχεις ξοδευτεί
να είσαι ξοδεμένος, -η
να έχετε ξοδευτεί
να είστε ξοδεμένοι, -ες
να έχει ξοδέψει
να έχει ξοδεμένο
να έχουν ξοδέψει
να έχουν ξοδεμένο
να έχει ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένος, -η, -ο
να έχουν ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξόδευεξοδεύετεξοδεύεστε
Aoristξόδεψεξοδέψτε, ξοδεύτεξοδέψουξοδευτείτε
Part
izip
Presξοδεύοντας
Perfέχοντας ξοδέψει, έχοντας ξοδεμένοξοδεμένος, -η, -οξοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristξοδέψειξοδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback