Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich erinnere an diese Worte und hoffe, ohne diese mit dem Bericht Kacin zu verbinden, dass dieser Appell von seinem Volk gehört worden ist. | Θυμάμαι αυτά τα λόγια και, χωρίς να τα συνδέω με την έκθεση Kacin, ευελπιστώ ότι αυτή η έκκληση έχει φτάσει στα αυτιά του λαού του. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
kombinieren |
zusammentun |
vereinigen |
verbinden |
zusammenlegen |
fusionieren |
vereinen |
verschmelzen |
zusammenschließen |
arrondieren |
Ähnliche Wörter |
---|
verbindende |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verbinde | ||
du | verbindest | |||
er, sie, es | verbindet | |||
Präteritum | ich | verband | ||
Konjunktiv II | ich | verbände | ||
Imperativ | Singular | verbinde! | ||
Plural | verbindet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verbunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verbinden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνδέω, deno">δένω | συνδέουμε, συνδέομε | συνδέομαι | συνδεόμαστε |
συνδέεις | συνδέετε | συνδέεσαι | συνδέεστε, συνδεόσαστε | ||
συνδέει | συνδέουν(ε) | συνδέεται | συνδέονται | ||
Imper fekt | συνέδεα | συνδέαμε | συνδεόμουν(α) | συνδεόμαστε | |
συνέδεες | συνδέατε | συνδεόσουν(α) | συνδεόσαστε | ||
συνέδεε | συνέδεαν, συνδέαν(ε) | συνδεόταν(ε) | συνδέονταν | ||
Aorist | συνέδεσα, σύνδεσα | συνδέσαμε | συνδέθηκα | συνδεθήκαμε | |
συνέδεσες, σύνδεσες | συνδέσατε | συνδέθηκες | συνδεθήκατε | ||
συνέδεσε, σύνδεσε | συνέδεσαν, συνδέσαν(ε) | συνδέθηκε | συνδέθηκαν, συνδεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνδέω | θα συνδέουμε, θα συνδέομε | θα συνδέομαι | θα συνδεόμαστε | |
θα συνδέεις | θα συνδέετε | θα συνδέεσαι | θα συνδέεστε | ||
θα συνδέει | θα συνδέουν(ε) | θα συνδέεται | θα συνδέονται | ||
Fut ur | θα συνδέσω | θα συνδέσουμε, θα συνδέσομε | θα συνδεθώ | θα συνδεθούμε | |
θα συνδέσεις | θα συνδέσετε | θα συνδεθείς | θα συνδεθείτε | ||
θα συνδέσει | θα συνδέσουν(ε) | θα συνδεθεί | θα συνδεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνδέω | να συνδέουμε, | να συνδέομαι | να συνδεόμαστε |
να συνδέεις | να συνδέετε | να συνδέεσαι | να συνδέεστε, | ||
να συνδέει | να συνδέουν(ε) | να συνδέεται | να συνδέονται | ||
Aorist | να συνδέσω | να συνδέσουμε, | να συνδεθώ | να συνδεθούμε | |
να συνδέσεις | να συνδέσετε | να συνδεθείς | να συνδεθείτε | ||
να συνδέσει | να συνδέσουν(ε) | να συνδεθεί | να συνδεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συνδέσει να έχεις συνδεμένο | να έχετε συνδέσει να έχετε συνδεμένο | να έχεις συνδεθεί να είσαι συνδεμένος, -η | να έχετε συνδεθεί να είστε συνδεμένοι, -ες | ||
να έχει συνδέσει να έχει συνδεμένο | να έχουν συνδέσει να έχουν συνδεμένο | να έχει συνδεθεί να είναι συνδεμένος, -η, -ο | να έχουν συνδεθεί να είναι συνδεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | σύνδεε | συνδέετε | συνδέεστε | |
Aorist | σύνδεσε | συνδέσετε, συνδέστε | συνδέσου | συνδεθείτε | |
Part izip | Pres | συνδέοντας | |||
Perf | έχοντας συνδέσει, | συνδεμένος, -η, -ο | συνδεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνδέσει | συνδεθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνδυάζω | συνδυάζουμε, συνδυάζομε | συνδυάζομαι | συνδυαζόμαστε |
συνδυάζεις | συνδυάζετε | συνδυάζεσαι | συνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε | ||
συνδυάζει | συνδυάζουν(ε) | συνδυάζεται | συνδυάζονται | ||
Imper fekt | συνδύαζα | συνδυάζαμε | συνδυαζόμουν(α) | συνδυαζόμαστε, συνδυαζόμασταν | |
συνδύαζες | συνδυάζατε | συνδυαζόσουν(α) | συνδυαζόσαστε, συνδυαζόσασταν | ||
συνδύαζε | συνδύαζαν, συνδυάζαν(ε) | συνδυαζόταν(ε) | συνδυάζονταν, συνδυαζόντανε, συνδυαζόντουσαν | ||
Aorist | συνδύασα | συνδυάσαμε | συνδυάστηκα | συνδυαστήκαμε | |
συνδύασες | συνδυάσατε | συνδυάστηκες | συνδυαστήκατε | ||
συνδύασε | συνδύασαν, συνδυάσαν(ε) | συνδυάστηκε | συνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συνδυάσει | έχουμε συνδυάσει | έχω συνδυαστεί | έχουμε συνδυαστεί | |
έχεις συνδυάσει | έχετε συνδυάσει | έχεις συνδυαστεί | έχετε συνδυαστεί | ||
έχει συνδυάσει | έχουν συνδυάσει | έχει συνδυαστεί | έχουν συνδυαστεί | ||
Plu per fekt | είχα συνδυάσει είχα συνδυασμένο | είχαμε συνδυάσει είχαμε παρουσισμένο | είχα συνδυαστεί ήμουν συνδυασμένος, -η | είχαμε συνδυαστεί ήμαστε συνδυασμένοι, -ες | |
είχες συνδυάσει είχες συνδυασμένο | είχατε συνδυάσει είχατε συνδυασμένο | είχες συνδυαστεί ήσουν συνδυασμένος, -η | είχατε συνδυαστεί ήσαστε συνδυασμένοι, -ες | ||
είχε συνδυάσει είχε συνδυασμένο | είχαν συνδυάσει είχαν συνδυασμένο | είχε συνδυαστεί ήταν συνδυασμένος, -η, -ο | είχαν συνδυαστεί ήταν συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνδυάζω | θα συνδυάζουμε, | θα συνδυάζομαι | θα συνδυαζόμαστε | |
θα συνδυάζεις | θα συνδυάζετε | θα συνδυάζεσαι | θα συνδυάζεστε, | ||
θα συνδυάζει | θα συνδυάζουν(ε) | θα συνδυάζεται | θα συνδυάζονται | ||
Fut ur | θα συνδυάσω | θα συνδυάσουμε, | θα συνδυαστώ | θα συνδυαστούμε | |
θα συνδυάσεις | θα συνδυάσετε | θα συνδυαστείς | θα συνδυαστείτε | ||
θα συνδυάσει | θα συνδυάσουν(ε) | θα συνδυαστεί | θα συνδυαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συνδυάσει θα έχω συνδυασμένο | θα έχουμε συνδυάσει θα έχουμε συνδυασμένο | θα έχω συνδυαστεί θα είμαι συνδυασμένος, -η | θα έχουμε συνδυαστεί | |
θα έχεις συνδυάσει θα έχεις συνδυασμένο | θα έχετε συνδυάσει θα έχετε συνδυασμένο | θα έχεις συνδυαστεί θα είσαι συνδυασμένος, -η | θα έχετε συνδυαστεί θα είστε συνδυασμένοι, -ες | ||
θα έχει συνδυάσει θα έχει συνδυασμένο | θα έχουν συνδυάσει θα έχουν συνδυασμένο | θα έχει συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένος, -η, -ο | θα έχουν συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνδυάζω | να συνδυάζουμε, | να συνδυάζομαι | να συνδυαζόμαστε |
να συνδυάζεις | να συνδυάζετε | να συνδυάζεσαι | να συνδυάζεστε, | ||
να συνδυάζει | να συνδυάζουν(ε) | να συνδυάζεται | να συνδυάζονται | ||
Aorist | να συνδυάσω | να συνδυάσουμε, | να συνδυαστώ | να συνδυαστούμε | |
να συνδυάσεις | να συνδυάσετε | να συνδυαστείς | να συνδυαστείτε | ||
να συνδυάσει | να συνδυάσουν(ε) | να συνδυαστεί | να συνδυαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συνδυάσει να έχω συνδυασμένο | να έχουμε συνδυάσει | να έχω συνδυαστεί | να έχουμε συνδυαστεί | |
να έχεις συνδυάσει | να έχετε συνδυάσει να έχετε συνδυασμένο | να έχεις συνδυαστεί να είσαι συνδυασμένος, -η | να έχετε συνδυαστεί να είστε συνδυασμένοι, -ες | ||
να έχει συνδυάσει να έχει συνδυασμένο | να έχουν συνδυάσει να έχουν συνδυασμένο | να έχει συνδυαστεί | να έχουν συνδυαστεί | ||
Imper ativ | Pres | συνδύαζε | συνδυάζετε | συνδυάζεστε | |
Aorist | συνδύασε | συνδυάστε | συνδυάσου | συνδυαστείτε | |
Part izip | Pres | συνδυάζοντας | συνδυαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συνδυάσει, | συνδυασμένος, -η, -ο | συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνδυάσει | συνδυαστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμπλέκω | συμπλέκουμε, συμπλέκομε | συμπλέκομαι | συμπλεκόμαστε |
συμπλέκεις | συμπλέκετε | συμπλέκεσαι | συμπλέκεστε, συμπλεκόσαστε | ||
συμπλέκει | συμπλέκουν(ε) | συμπλέκεται | συμπλέκονται | ||
Imper fekt | σύμπλεκα | συμπλέκαμε | συμπλεκόμουν(α) | συμπλεκόμαστε | |
σύμπλεκες | συμπλέκατε | συμπλεκόσουν(α) | συμπλεκόσαστε | ||
σύμπλεκε | σύμπλεκαν, συμπλέκαν(ε) | συμπλεκόταν(ε) | συμπλέκονταν | ||
Aorist | συνέπλεξα | συμπλέξαμε | (συμπλέχθηκα) | (συμπλεχθήκαμε) | |
συνέπλεξες | συμπλέξατε | (συμπλέχθηκες) | (συμπλεχθήκατε) | ||
συνέπλεξε | συνέπλεξαν, συμπλέξαν(ε) | (συμπλέχθηκε) συνεπλάκη | (συμπλέχθηκαν, συμπλεχθήκαν(ε)) συνεπλάκησαν | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμπλέκω | θα συμπλέκουμε, | θα συμπλέκομαι | θα συμπλεκόμαστε | |
θα συμπλέκεις | θα συμπλέκετε | θα συμπλέκεσαι | θα συμπλέκεστε, | ||
θα συμπλέκει | θα συμπλέκουν(ε) | θα συμπλέκεται | θα συμπλέκονται | ||
Fut ur | θα συμπλέξω | θα συμπλέξουμε, | θα συμπλακώ (θα συμπλεχθώ) | θα συμπλακούμε (θα συμπλεχθούμε) | |
θα συμπλέξεις | θα συμπλέξετε | θα συμπλακείς (θα συμπλεχθείς) | θα συμπλακείτε (θα συμπλεχθείτε) | ||
θα συμπλέξει | θα συμπλέξουν(ε) | θα συμπλακεί (θα συμπλεχθεί) | θα συμπλακούν(ε) (θα συμπλεχθούν(ε)) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμπλέκω | να συμπλέκουμε, | να συμπλέκομαι | να συμπλεκόμαστε |
να συμπλέκεις | να συμπλέκετε | να συμπλέκεσαι | να συμπλέκεστε, | ||
να συμπλέκει | να συμπλέκουν(ε) | να συμπλέκεται | να συμπλέκονται | ||
Aorist | να συμπλέξω | να συμπλέξουμε, | να συμπλακώ (να συμπλεχθώ) | να συμπλακούμε (να συμπλεχθούμε) | |
να συμπλέξεις | να συμπλέξετε | να συμπλακείς (να συμπλεχθείς) | να συμπλεχθείτε (να συμπλεχθείτε) | ||
να συμπλέξει | να συμπλέξουν(ε) | να συμπλακεί (να συμπλεχθεί) | να συμπλακούν(ε) (να συμπλεχθούν(ε)) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συμπλέκε | συμπλέκετε | συμπλέκεστε | |
Aorist | συμπλέξε | συμπλέξτε, συμπλέχθε | (συμπλέξου) | συμπλακείτε (συμπλεχθείτε) | |
Part izip | Pres | συμπλέκοντας | συμπλεκόμενος | ||
Perf | έχοντας συμπλέξει (έχοντας συμπλεγμένο) | (συμπλεγμένος, -η, -ο) | (συμπλεγμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | συμπλέξει | συμπλακεί (συμπλεχθεί) |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.