συνδυάζω Verb  [sindiazo, sinthiazo, syndyazw]

  Verb
(2)
  Verb
(1)

Etymologie zu συνδυάζω

συνδυάζω altgriechisch συνδυασμός συνδυάζω σύν + δυάζω δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ ((Lehnbedeutung) französisch combiner ή englisch combine)


GriechischDeutsch
Ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος του παρόντος Κοινοβουλίου, έχω το καθήκον να εισακούω όλες τις απόψεις, να συνδυάζω θέσεις και να προτείνω στους πολίτες μας ένα κείμενο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύγχρονο, προοδευτικό και σέβεται καθολικές αρχές και αξίες όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.Als gewählter Abgeordneter dieses Hohen Hauses habe ich die Pflicht, mir alle Meinungen anzuhören, Standpunkte miteinander zu verbinden und unseren Bürgerinnen und Bürgern einen Text vorzulegen, der als modern und fortschrittlich angesehen wird und allgemeingültige Grundsätze und Werte wie die Menschenwürde respektiert.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συνδυάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνδυάζωσυνδυάζουμε, συνδυάζομεσυνδυάζομαισυνδυαζόμαστε
συνδυάζειςσυνδυάζετεσυνδυάζεσαισυνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε
συνδυάζεισυνδυάζουν(ε)συνδυάζεταισυνδυάζονται
Imper
fekt
συνδύαζασυνδυάζαμεσυνδυαζόμουν(α)συνδυαζόμαστε, συνδυαζόμασταν
συνδύαζεςσυνδυάζατεσυνδυαζόσουν(α)συνδυαζόσαστε, συνδυαζόσασταν
συνδύαζεσυνδύαζαν, συνδυάζαν(ε)συνδυαζόταν(ε)συνδυάζονταν, συνδυαζόντανε, συνδυαζόντουσαν
Aoristσυνδύασασυνδυάσαμεσυνδυάστηκασυνδυαστήκαμε
συνδύασεςσυνδυάσατεσυνδυάστηκεςσυνδυαστήκατε
συνδύασεσυνδύασαν, συνδυάσαν(ε)συνδυάστηκεσυνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνδυάσει
έχω συνδυασμένο
έχουμε συνδυάσει
έχουμε συνδυασμένο
έχω συνδυαστεί
είμαι συνδυασμένος, -η
έχουμε συνδυαστεί
είμαστε συνδυασμένοι, -ες
έχεις συνδυάσει
έχεις συνδυασμένο
έχετε συνδυάσει
έχετε συνδυασμένο
έχεις συνδυαστεί
είσαι συνδυασμένος, -η
έχετε συνδυαστεί
είστε συνδυασμένοι, -ες
έχει συνδυάσει
έχει συνδυασμένο
έχουν συνδυάσει
έχουν συνδυασμένο
έχει συνδυαστεί
είναι συνδυασμένος, -η, -ο
έχουν συνδυαστεί
είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνδυάσει
είχα συνδυασμένο
είχαμε συνδυάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα συνδυαστεί
ήμουν συνδυασμένος, -η
είχαμε συνδυαστεί
ήμαστε συνδυασμένοι, -ες
είχες συνδυάσει
είχες συνδυασμένο
είχατε συνδυάσει
είχατε συνδυασμένο
είχες συνδυαστεί
ήσουν συνδυασμένος, -η
είχατε συνδυαστεί
ήσαστε συνδυασμένοι, -ες
είχε συνδυάσει
είχε συνδυασμένο
είχαν συνδυάσει
είχαν συνδυασμένο
είχε συνδυαστεί
ήταν συνδυασμένος, -η, -ο
είχαν συνδυαστεί
ήταν συνδυασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνδυάζωθα συνδυάζουμε, θα συνδυάζομεθα συνδυάζομαιθα συνδυαζόμαστε
θα συνδυάζειςθα συνδυάζετεθα συνδυάζεσαιθα συνδυάζεστε, θα συνδυαζόσαστε
θα συνδυάζειθα συνδυάζουν(ε)θα συνδυάζεταιθα συνδυάζονται
Fut
ur
θα συνδυάσωθα συνδυάσουμε, θα συνδυάζομεθα συνδυαστώθα συνδυαστούμε
θα συνδυάσειςθα συνδυάσετεθα συνδυαστείςθα συνδυαστείτε
θα συνδυάσειθα συνδυάσουν(ε)θα συνδυαστείθα συνδυαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνδυάσει
θα έχω συνδυασμένο
θα έχουμε συνδυάσει
θα έχουμε συνδυασμένο
θα έχω συνδυαστεί
θα είμαι συνδυασμένος, -η
θα έχουμε συνδυαστεί
θα είμαστε συνδυασμένοι, -ες
θα έχεις συνδυάσει
θα έχεις συνδυασμένο
θα έχετε συνδυάσει
θα έχετε συνδυασμένο
θα έχεις συνδυαστεί
θα είσαι συνδυασμένος, -η
θα έχετε συνδυαστεί
θα είστε συνδυασμένοι, -ες
θα έχει συνδυάσει
θα έχει συνδυασμένο
θα έχουν συνδυάσει
θα έχουν συνδυασμένο
θα έχει συνδυαστεί
θα είναι συνδυασμένος, -η, -ο
θα έχουν συνδυαστεί
θα είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνδυάζωνα συνδυάζουμε, να συνδυάζομενα συνδυάζομαινα συνδυαζόμαστε
να συνδυάζειςνα συνδυάζετενα συνδυάζεσαινα συνδυάζεστε, να συνδυαζόσαστε
να συνδυάζεινα συνδυάζουν(ε)να συνδυάζεταινα συνδυάζονται
Aoristνα συνδυάσωνα συνδυάσουμε, να συνδυάσομενα συνδυαστώνα συνδυαστούμε
να συνδυάσειςνα συνδυάσετενα συνδυαστείςνα συνδυαστείτε
να συνδυάσεινα συνδυάσουν(ε)να συνδυαστείνα συνδυαστούν(ε)
Perfνα έχω συνδυάσει
να έχω συνδυασμένο
να έχουμε συνδυάσει
να έχουμε συνδυασμένο
να έχω συνδυαστεί
να είμαι συνδυασμένος, -η
να έχουμε συνδυαστεί
να είμαστε συνδυασμένοι, -ες
να έχεις συνδυάσει
να έχεις συνδυασμένο
να έχετε συνδυάσει
να έχετε συνδυασμένο
να έχεις συνδυαστεί
να είσαι συνδυασμένος, -η
να έχετε συνδυαστεί
να είστε συνδυασμένοι, -ες
να έχει συνδυάσει
να έχει συνδυασμένο
να έχουν συνδυάσει
να έχουν συνδυασμένο
να έχει συνδυαστεί
να είναι συνδυασμένος, -η, -ο
να έχουν συνδυαστεί
να είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνδύαζεσυνδυάζετεσυνδυάζεστε
Aoristσυνδύασεσυνδυάστεσυνδυάσουσυνδυαστείτε
Part
izip
Presσυνδυάζονταςσυνδυαζόμενος
Perfέχοντας συνδυάσει, έχοντας συνδυασμένοσυνδυασμένος, -η, -οσυνδυασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνδυάσεισυνδυαστεί







Griechische Definition zu συνδυάζω

συνδυάζω [sinδiázo] -ομαι : 1α.δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να συνυπάρξουν στοιχεία που θεωρούνται αντίθετα: Οι εκπαιδευτικές εκδρομές συνδυάζουν τη μόρφωση με την ψυχαγωγία. (λόγ. έκφρ.) συνδυάζω το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. β. διαθέτω δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ιδιότητες, συνήθ. ανόμοια: Nησί που συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Aυ τό το παιδί συνδυάζει μεγάλη ευφυΐα και ασυνήθιστη εργατικότητα. γ. τοποθετώ μαζί στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο: Tο άσπρο συνδυάζεται με όλα τα χρώματα. Θα συνδυάσω τις κουρτίνες με την ταπετσαρία των επίπλων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback