συνδυάζω altgriechisch συνδυασμός συνδυάζω σύν + δυάζω δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ ((Lehnbedeutung) französisch combiner ή englisch combine)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος του παρόντος Κοινοβουλίου, έχω το καθήκον να εισακούω όλες τις απόψεις, να συνδυάζω θέσεις και να προτείνω στους πολίτες μας ένα κείμενο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύγχρονο, προοδευτικό και σέβεται καθολικές αρχές και αξίες όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. | Als gewählter Abgeordneter dieses Hohen Hauses habe ich die Pflicht, mir alle Meinungen anzuhören, Standpunkte miteinander zu verbinden und unseren Bürgerinnen und Bürgern einen Text vorzulegen, der als modern und fortschrittlich angesehen wird und allgemeingültige Grundsätze und Werte wie die Menschenwürde respektiert. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνδυάζω | συνδυάζουμε, συνδυάζομε | συνδυάζομαι | συνδυαζόμαστε |
συνδυάζεις | συνδυάζετε | συνδυάζεσαι | συνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε | ||
συνδυάζει | συνδυάζουν(ε) | συνδυάζεται | συνδυάζονται | ||
Imper fekt | συνδύαζα | συνδυάζαμε | συνδυαζόμουν(α) | συνδυαζόμαστε, συνδυαζόμασταν | |
συνδύαζες | συνδυάζατε | συνδυαζόσουν(α) | συνδυαζόσαστε, συνδυαζόσασταν | ||
συνδύαζε | συνδύαζαν, συνδυάζαν(ε) | συνδυαζόταν(ε) | συνδυάζονταν, συνδυαζόντανε, συνδυαζόντουσαν | ||
Aorist | συνδύασα | συνδυάσαμε | συνδυάστηκα | συνδυαστήκαμε | |
συνδύασες | συνδυάσατε | συνδυάστηκες | συνδυαστήκατε | ||
συνδύασε | συνδύασαν, συνδυάσαν(ε) | συνδυάστηκε | συνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συνδυάσει | έχουμε συνδυάσει | έχω συνδυαστεί | έχουμε συνδυαστεί | |
έχεις συνδυάσει | έχετε συνδυάσει | έχεις συνδυαστεί | έχετε συνδυαστεί | ||
έχει συνδυάσει | έχουν συνδυάσει | έχει συνδυαστεί | έχουν συνδυαστεί | ||
Plu per fekt | είχα συνδυάσει είχα συνδυασμένο | είχαμε συνδυάσει είχαμε παρουσισμένο | είχα συνδυαστεί ήμουν συνδυασμένος, -η | είχαμε συνδυαστεί ήμαστε συνδυασμένοι, -ες | |
είχες συνδυάσει είχες συνδυασμένο | είχατε συνδυάσει είχατε συνδυασμένο | είχες συνδυαστεί ήσουν συνδυασμένος, -η | είχατε συνδυαστεί ήσαστε συνδυασμένοι, -ες | ||
είχε συνδυάσει είχε συνδυασμένο | είχαν συνδυάσει είχαν συνδυασμένο | είχε συνδυαστεί ήταν συνδυασμένος, -η, -ο | είχαν συνδυαστεί ήταν συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνδυάζω | θα συνδυάζουμε, | θα συνδυάζομαι | θα συνδυαζόμαστε | |
θα συνδυάζεις | θα συνδυάζετε | θα συνδυάζεσαι | θα συνδυάζεστε, | ||
θα συνδυάζει | θα συνδυάζουν(ε) | θα συνδυάζεται | θα συνδυάζονται | ||
Fut ur | θα συνδυάσω | θα συνδυάσουμε, | θα συνδυαστώ | θα συνδυαστούμε | |
θα συνδυάσεις | θα συνδυάσετε | θα συνδυαστείς | θα συνδυαστείτε | ||
θα συνδυάσει | θα συνδυάσουν(ε) | θα συνδυαστεί | θα συνδυαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συνδυάσει θα έχω συνδυασμένο | θα έχουμε συνδυάσει θα έχουμε συνδυασμένο | θα έχω συνδυαστεί θα είμαι συνδυασμένος, -η | θα έχουμε συνδυαστεί | |
θα έχεις συνδυάσει θα έχεις συνδυασμένο | θα έχετε συνδυάσει θα έχετε συνδυασμένο | θα έχεις συνδυαστεί θα είσαι συνδυασμένος, -η | θα έχετε συνδυαστεί θα είστε συνδυασμένοι, -ες | ||
θα έχει συνδυάσει θα έχει συνδυασμένο | θα έχουν συνδυάσει θα έχουν συνδυασμένο | θα έχει συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένος, -η, -ο | θα έχουν συνδυαστεί θα είναι συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνδυάζω | να συνδυάζουμε, | να συνδυάζομαι | να συνδυαζόμαστε |
να συνδυάζεις | να συνδυάζετε | να συνδυάζεσαι | να συνδυάζεστε, | ||
να συνδυάζει | να συνδυάζουν(ε) | να συνδυάζεται | να συνδυάζονται | ||
Aorist | να συνδυάσω | να συνδυάσουμε, | να συνδυαστώ | να συνδυαστούμε | |
να συνδυάσεις | να συνδυάσετε | να συνδυαστείς | να συνδυαστείτε | ||
να συνδυάσει | να συνδυάσουν(ε) | να συνδυαστεί | να συνδυαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συνδυάσει να έχω συνδυασμένο | να έχουμε συνδυάσει | να έχω συνδυαστεί | να έχουμε συνδυαστεί | |
να έχεις συνδυάσει | να έχετε συνδυάσει να έχετε συνδυασμένο | να έχεις συνδυαστεί να είσαι συνδυασμένος, -η | να έχετε συνδυαστεί να είστε συνδυασμένοι, -ες | ||
να έχει συνδυάσει να έχει συνδυασμένο | να έχουν συνδυάσει να έχουν συνδυασμένο | να έχει συνδυαστεί | να έχουν συνδυαστεί | ||
Imper ativ | Pres | συνδύαζε | συνδυάζετε | συνδυάζεστε | |
Aorist | συνδύασε | συνδυάστε | συνδυάσου | συνδυαστείτε | |
Part izip | Pres | συνδυάζοντας | συνδυαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συνδυάσει, | συνδυασμένος, -η, -ο | συνδυασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνδυάσει | συνδυαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kombiniere | ||
du | kombinierst | |||
er, sie, es | kombiniert | |||
Präteritum | ich | kombinierte | ||
Konjunktiv II | ich | kombinierte | ||
Imperativ | Singular | kombinier! kombiniere! | ||
Plural | kombiniert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
kombiniert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kombinieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verbinde | ||
du | verbindest | |||
er, sie, es | verbindet | |||
Präteritum | ich | verband | ||
Konjunktiv II | ich | verbände | ||
Imperativ | Singular | verbinde! | ||
Plural | verbindet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verbunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verbinden |
συνδυάζω [sinδiázo] -ομαι : 1α.δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να συνυπάρξουν στοιχεία που θεωρούνται αντίθετα: Οι εκπαιδευτικές εκδρομές συνδυάζουν τη μόρφωση με την ψυχαγωγία. (λόγ. έκφρ.) συνδυάζω το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. β. διαθέτω δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ιδιότητες, συνήθ. ανόμοια: Nησί που συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Aυ τό το παιδί συνδυάζει μεγάλη ευφυΐα και ασυνήθιστη εργατικότητα. γ. τοποθετώ μαζί στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο: Tο άσπρο συνδυάζεται με όλα τα χρώματα. Θα συνδυάσω τις κουρτίνες με την ταπετσαρία των επίπλων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.