kombinieren
 Verb

συνδυάζω Verb
(2)
συνδέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mit ihm konnte ich Wahrnehmungen kombinieren.Μου επέτρεπαν να συνδυάζω διαφορετικές αντιλήψεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Oh, Marge, es ist so groß, die zwei Arten der Liebe meines Lebens zu kombinieren: dösen und Sie.Είναι υπέροχο που συνδυάζω τα πιο δύο πιο αγαπημένα μου πράγματα.Να κάνω βλακείες και να είμαι μαζί σου

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνδυάζωσυνδυάζουμε, συνδυάζομεσυνδυάζομαισυνδυαζόμαστε
συνδυάζειςσυνδυάζετεσυνδυάζεσαισυνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε
συνδυάζεισυνδυάζουν(ε)συνδυάζεταισυνδυάζονται
Imper
fekt
συνδύαζασυνδυάζαμεσυνδυαζόμουν(α)συνδυαζόμαστε, συνδυαζόμασταν
συνδύαζεςσυνδυάζατεσυνδυαζόσουν(α)συνδυαζόσαστε, συνδυαζόσασταν
συνδύαζεσυνδύαζαν, συνδυάζαν(ε)συνδυαζόταν(ε)συνδυάζονταν, συνδυαζόντανε, συνδυαζόντουσαν
Aoristσυνδύασασυνδυάσαμεσυνδυάστηκασυνδυαστήκαμε
συνδύασεςσυνδυάσατεσυνδυάστηκεςσυνδυαστήκατε
συνδύασεσυνδύασαν, συνδυάσαν(ε)συνδυάστηκεσυνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνδυάσει
έχω συνδυασμένο
έχουμε συνδυάσει
έχουμε συνδυασμένο
έχω συνδυαστεί
είμαι συνδυασμένος, -η
έχουμε συνδυαστεί
είμαστε συνδυασμένοι, -ες
έχεις συνδυάσει
έχεις συνδυασμένο
έχετε συνδυάσει
έχετε συνδυασμένο
έχεις συνδυαστεί
είσαι συνδυασμένος, -η
έχετε συνδυαστεί
είστε συνδυασμένοι, -ες
έχει συνδυάσει
έχει συνδυασμένο
έχουν συνδυάσει
έχουν συνδυασμένο
έχει συνδυαστεί
είναι συνδυασμένος, -η, -ο
έχουν συνδυαστεί
είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνδυάσει
είχα συνδυασμένο
είχαμε συνδυάσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα συνδυαστεί
ήμουν συνδυασμένος, -η
είχαμε συνδυαστεί
ήμαστε συνδυασμένοι, -ες
είχες συνδυάσει
είχες συνδυασμένο
είχατε συνδυάσει
είχατε συνδυασμένο
είχες συνδυαστεί
ήσουν συνδυασμένος, -η
είχατε συνδυαστεί
ήσαστε συνδυασμένοι, -ες
είχε συνδυάσει
είχε συνδυασμένο
είχαν συνδυάσει
είχαν συνδυασμένο
είχε συνδυαστεί
ήταν συνδυασμένος, -η, -ο
είχαν συνδυαστεί
ήταν συνδυασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνδυάζωθα συνδυάζουμε, θα συνδυάζομεθα συνδυάζομαιθα συνδυαζόμαστε
θα συνδυάζειςθα συνδυάζετεθα συνδυάζεσαιθα συνδυάζεστε, θα συνδυαζόσαστε
θα συνδυάζειθα συνδυάζουν(ε)θα συνδυάζεταιθα συνδυάζονται
Fut
ur
θα συνδυάσωθα συνδυάσουμε, θα συνδυάζομεθα συνδυαστώθα συνδυαστούμε
θα συνδυάσειςθα συνδυάσετεθα συνδυαστείςθα συνδυαστείτε
θα συνδυάσειθα συνδυάσουν(ε)θα συνδυαστείθα συνδυαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνδυάσει
θα έχω συνδυασμένο
θα έχουμε συνδυάσει
θα έχουμε συνδυασμένο
θα έχω συνδυαστεί
θα είμαι συνδυασμένος, -η
θα έχουμε συνδυαστεί
θα είμαστε συνδυασμένοι, -ες
θα έχεις συνδυάσει
θα έχεις συνδυασμένο
θα έχετε συνδυάσει
θα έχετε συνδυασμένο
θα έχεις συνδυαστεί
θα είσαι συνδυασμένος, -η
θα έχετε συνδυαστεί
θα είστε συνδυασμένοι, -ες
θα έχει συνδυάσει
θα έχει συνδυασμένο
θα έχουν συνδυάσει
θα έχουν συνδυασμένο
θα έχει συνδυαστεί
θα είναι συνδυασμένος, -η, -ο
θα έχουν συνδυαστεί
θα είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνδυάζωνα συνδυάζουμε, να συνδυάζομενα συνδυάζομαινα συνδυαζόμαστε
να συνδυάζειςνα συνδυάζετενα συνδυάζεσαινα συνδυάζεστε, να συνδυαζόσαστε
να συνδυάζεινα συνδυάζουν(ε)να συνδυάζεταινα συνδυάζονται
Aoristνα συνδυάσωνα συνδυάσουμε, να συνδυάσομενα συνδυαστώνα συνδυαστούμε
να συνδυάσειςνα συνδυάσετενα συνδυαστείςνα συνδυαστείτε
να συνδυάσεινα συνδυάσουν(ε)να συνδυαστείνα συνδυαστούν(ε)
Perfνα έχω συνδυάσει
να έχω συνδυασμένο
να έχουμε συνδυάσει
να έχουμε συνδυασμένο
να έχω συνδυαστεί
να είμαι συνδυασμένος, -η
να έχουμε συνδυαστεί
να είμαστε συνδυασμένοι, -ες
να έχεις συνδυάσει
να έχεις συνδυασμένο
να έχετε συνδυάσει
να έχετε συνδυασμένο
να έχεις συνδυαστεί
να είσαι συνδυασμένος, -η
να έχετε συνδυαστεί
να είστε συνδυασμένοι, -ες
να έχει συνδυάσει
να έχει συνδυασμένο
να έχουν συνδυάσει
να έχουν συνδυασμένο
να έχει συνδυαστεί
να είναι συνδυασμένος, -η, -ο
να έχουν συνδυαστεί
να είναι συνδυασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνδύαζεσυνδυάζετεσυνδυάζεστε
Aoristσυνδύασεσυνδυάστεσυνδυάσουσυνδυαστείτε
Part
izip
Presσυνδυάζονταςσυνδυαζόμενος
Perfέχοντας συνδυάσει, έχοντας συνδυασμένοσυνδυασμένος, -η, -οσυνδυασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνδυάσεισυνδυαστεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνδέω, deno">δένωσυνδέουμε, συνδέομεσυνδέομαισυνδεόμαστε
συνδέειςσυνδέετεσυνδέεσαισυνδέεστε, συνδεόσαστε
συνδέεισυνδέουν(ε)συνδέεταισυνδέονται
Imper
fekt
συνέδεασυνδέαμεσυνδεόμουν(α)συνδεόμαστε
συνέδεεςσυνδέατεσυνδεόσουν(α)συνδεόσαστε
συνέδεεσυνέδεαν, συνδέαν(ε)συνδεόταν(ε)συνδέονταν
Aoristσυνέδεσα, σύνδεσασυνδέσαμεσυνδέθηκασυνδεθήκαμε
συνέδεσες, σύνδεσεςσυνδέσατεσυνδέθηκεςσυνδεθήκατε
συνέδεσε, σύνδεσεσυνέδεσαν, συνδέσαν(ε)συνδέθηκεσυνδέθηκαν, συνδεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνδέσει
έχω συνδεμένο
έχουμε συνδέσει
έχουμε συνδεμένο
έχω συνδεθεί
είμαι συνδεμένος, -η
έχουμε συνδεθεί
είμαστε συνδεμένοι, -ες
έχεις συνδέσει
έχεις συνδεμένο
έχετε συνδέσει
έχετε συνδεμένο
έχεις συνδεθεί
είσαι συνδεμένος, -η
έχετε συνδεθεί
είστε συνδεμένοι, -ες
έχει συνδέσει
έχει συνδεμένο
έχουν συνδέσει
έχουν συνδεμένο
έχει συνδεθεί
είναι συνδεμένος, -η, -ο
έχουν συνδεθεί
είναι συνδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνδέσει
είχα συνδεμένο
είχαμε συνδέσει
είχαμε συνδεμένο
είχα συνδεθεί
ήμουν συνδεμένος, -η
είχαμε συνδεθεί
ήμαστε συνδεμένοι, -ες
είχες συνδέσει
είχες συνδεμένο
είχατε συνδέσει
είχατε συνδεμένο
είχες συνδεθεί
ήσουν συνδεμένος, -η
είχατε συνδεθεί
ήσαστε συνδεμένοι, -ες
είχε συνδέσει
είχε συνδεμένο
είχαν συνδέσει
είχαν συνδεμένο
είχε συνδεθεί
ήταν συνδεμένος, -η, -ο
είχαν συνδεθεί
ήταν συνδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνδέωθα συνδέουμε, θα συνδέομεθα συνδέομαιθα συνδεόμαστε
θα συνδέειςθα συνδέετεθα συνδέεσαιθα συνδέεστε θα συνδεόσαστε
θα συνδέειθα συνδέουν(ε)θα συνδέεταιθα συνδέονται
Fut
ur
θα συνδέσωθα συνδέσουμε, θα συνδέσομεθα συνδεθώθα συνδεθούμε
θα συνδέσειςθα συνδέσετεθα συνδεθείςθα συνδεθείτε
θα συνδέσειθα συνδέσουν(ε)θα συνδεθείθα συνδεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνδέσει
θα έχω συνδεμένο
θα έχουμε συνδέσει
θα έχουμε συνδεμένο
θα έχω συνδεθεί
θα είμαι συνδεμένος, -η
θα έχουμε συνδεθεί
θα είμαστε συνδεμένοι, -ες
θα έχεις συνδέσει
θα έχεις συνδεμένο
θα έχετε συνδέσει
θα έχετε συνδεμένο
θα έχεις συνδεθεί
θα είσαι συνδεμένος, -η
θα έχετε συνδεθεί
θα είστε συνδεμένοι, -ες
θα έχει συνδέσει
θα έχει συνδεμένο
θα έχουν συνδέσει
θα έχουν συνδεμένο
θα έχει συνδεθεί
θα είναι συνδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνδεθεί
θα είναι συνδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνδέωνα συνδέουμε, να συνδέομενα συνδέομαινα συνδεόμαστε
να συνδέειςνα συνδέετενα συνδέεσαινα συνδέεστε, να συνδεόσαστε
να συνδέεινα συνδέουν(ε)να συνδέεταινα συνδέονται
Aoristνα συνδέσωνα συνδέσουμε, να συνδέσομενα συνδεθώνα συνδεθούμε
να συνδέσειςνα συνδέσετενα συνδεθείςνα συνδεθείτε
να συνδέσεινα συνδέσουν(ε)να συνδεθείνα συνδεθούν(ε)
Perfνα έχω συνδέσει
να έχω συνδεμένο
να έχουμε συνδέσει
να έχουμε συνδεμένο
να έχω συνδεθεί
να είμαι συνδεμένος, -η
να έχουμε συνδεθεί
να είμαστε συνδεμένοι, -ες
να έχεις συνδέσει
να έχεις συνδεμένο
να έχετε συνδέσει
να έχετε συνδεμένο
να έχεις συνδεθεί
να είσαι συνδεμένος, -η
να έχετε συνδεθεί
να είστε συνδεμένοι, -ες
να έχει συνδέσει
να έχει συνδεμένο
να έχουν συνδέσει
να έχουν συνδεμένο
να έχει συνδεθεί
να είναι συνδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνδεθεί
να είναι συνδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσύνδεεσυνδέετεσυνδέεστε
Aoristσύνδεσεσυνδέσετε, συνδέστεσυνδέσουσυνδεθείτε
Part
izip
Presσυνδέοντας
Perfέχοντας συνδέσει, έχοντας συνδεμένοσυνδεμένος, -η, -οσυνδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνδέσεισυνδεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback