συμπλέκω Verb  [sibleko, symplekw]

  Verb
(0)

Etymologie zu συμπλέκω

συμπλέκω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συμπλέκω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμπλέκωσυμπλέκουμε, συμπλέκομεσυμπλέκομαισυμπλεκόμαστε
συμπλέκειςσυμπλέκετεσυμπλέκεσαισυμπλέκεστε, συμπλεκόσαστε
συμπλέκεισυμπλέκουν(ε)συμπλέκεταισυμπλέκονται
Imper
fekt
σύμπλεκασυμπλέκαμεσυμπλεκόμουν(α)συμπλεκόμαστε
σύμπλεκεςσυμπλέκατεσυμπλεκόσουν(α)συμπλεκόσαστε
σύμπλεκεσύμπλεκαν, συμπλέκαν(ε)συμπλεκόταν(ε)συμπλέκονταν
Aoristσυνέπλεξασυμπλέξαμε(συμπλέχθηκα)(συμπλεχθήκαμε)
συνέπλεξεςσυμπλέξατε(συμπλέχθηκες)(συμπλεχθήκατε)
συνέπλεξεσυνέπλεξαν, συμπλέξαν(ε)(συμπλέχθηκε) συνεπλάκη(συμπλέχθηκαν, συμπλεχθήκαν(ε)) συνεπλάκησαν
Per
fekt
έχω συμπλέξει
(έχω συμπλεγμένο)
έχουμε συμπλέξει
(έχουμε συμπλεγμένο)
έχω συμπλακεί
(έχω συμπλεχθεί)
(είμαι συμπλεγμένος, -η)
έχω συμπλακεί
(έχουμε συμπλεχθεί)
(είμαστε συμπλεγμένοι, -ες)
έχεις συμπλέξει
(έχεις συμπλεγμένο)
έχετε συμπλέξει
(έχετε συμπλεγμένο)
έχεις συμπλακεί
(έχεις συμπλεχθεί)
(είσαι συμπλεγμένος, -η)
έχετε συμπλακεί
(έχετε συμπλεχθεί)
(είστε συμπλεγμένοι, -ες)
έχει συμπλέξει
(έχει συμπλεγμένο)
έχουν συμπλέξει
(έχουν συμπλεγμένο)
έχει συμπλακεί
(έχει συμπλεχθεί)
(είναι συμπλεγμένος, -η, -ο)
έχουν συμπλακεί
(έχουν συμπλεχθεί)
(είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα συμπλέξει
(είχα συμπλεγμένο)
είχαμε συμπλέξει
(είχαμε συμπλεγμένο)
είχα συμπλακεί
(είχα συμπλεχθεί)
(ήμουν συμπλεγμένος, -η)
είχαμε συμπλακεί
(είχαμε συμπλεχθεί)
(ήμαστε συμπλεγμένοι, -ες)
είχες συμπλέξει
(είχες συμπλεγμένο)
είχατε συμπλέξει
(είχατε συμπλεγμένο)
είχες συμπλακεί
(είχες συμπλεχθεί)
(ήσουν συμπλεγμένος, -η)
είχατε συμπλακεί
(είχατε συμπλεχθεί)
(ήσαστε συμπλεγμένοι, -ες)
είχε συμπλέξει
(είχε συμπλεγμένο)
είχαν συμπλέξει
(είχαν συμπλεγμένο)
είχε συμπλακεί
(είχε συμπλεχθεί)
(ήταν συμπλεγμένος, -η, -ο)
είχαν συμπλακεί
(είχαν συμπλεχθεί)
(ήταν συμπλεγμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμπλέκωθα συμπλέκουμε, θα συμπλέκομεθα συμπλέκομαιθα συμπλεκόμαστε
θα συμπλέκειςθα συμπλέκετεθα συμπλέκεσαιθα συμπλέκεστε, θα συμπλεκόσαστε
θα συμπλέκειθα συμπλέκουν(ε)θα συμπλέκεταιθα συμπλέκονται
Fut
ur
θα συμπλέξωθα συμπλέξουμε, θα συμπλέξομεθα συμπλακώ (θα συμπλεχθώ)θα συμπλακούμε (θα συμπλεχθούμε)
θα συμπλέξειςθα συμπλέξετεθα συμπλακείς (θα συμπλεχθείς)θα συμπλακείτε (θα συμπλεχθείτε)
θα συμπλέξειθα συμπλέξουν(ε)θα συμπλακεί (θα συμπλεχθεί)θα συμπλακούν(ε) (θα συμπλεχθούν(ε))
Fut
ur II
θα έχω συμπλέξει
(θα έχω συμπλεγμένο)
θα έχουμε συμπλέξει
(θα έχουμε συμπλεγμένο)
θα έχω συμπλακεί
(θα έχω συμπλεχθεί)
(θα είμαι συμπλεγμένος, -η)
θα έχουμε συμπλακεί
(θα έχουμε συμπλεχθεί)
(θα είμαστε συμπλεγμένοι, -ες)
θα έχεις συμπλέξει
(θα έχεις συμπλεγμένο)
θα έχετε συμπλέξει
(θα έχετε συμπλεγμένο)
θα έχεις συμπλακεί
(θα έχεις συμπλεχθεί)
(θα είσαι συμπλεγμένος, -η)
θα έχετε συμπλακεί
(θα έχετε συμπλεχθεί)
(θα είστε συμπλεγμένοι, -ες)
θα έχει συμπλέξει
(θα έχει συμπλεγμένο)
θα έχουν συμπλέξει
(θα έχουν συμπλεγμένο)
θα έχει συμπλακεί
(θα έχει συμπλεχθεί)
(θα είναι συμπλεγμένος, -η, -ο)
θα έχουν συμπλακεί
(θα έχουν συμπλεχθεί)
(θα είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμπλέκωνα συμπλέκουμε, να συμπλέκομενα συμπλέκομαινα συμπλεκόμαστε
να συμπλέκειςνα συμπλέκετενα συμπλέκεσαινα συμπλέκεστε, να συμπλεκόσαστε
να συμπλέκεινα συμπλέκουν(ε)να συμπλέκεταινα συμπλέκονται
Aoristνα συμπλέξωνα συμπλέξουμε, να συμπλέξομενα συμπλακώ (να συμπλεχθώ)να συμπλακούμε (να συμπλεχθούμε)
να συμπλέξειςνα συμπλέξετενα συμπλακείς (να συμπλεχθείς)να συμπλεχθείτε (να συμπλεχθείτε)
να συμπλέξεινα συμπλέξουν(ε)να συμπλακεί (να συμπλεχθεί)να συμπλακούν(ε) (να συμπλεχθούν(ε))
Perfνα έχω συμπλέξει
(να έχω συμπλεγμένο)
να έχουμε συμπλέξει
(να έχουμε συμπλεγμένο)
να έχω συμπλακεί
(να έχω συμπλεχθεί)
(να είμαι συμπλεγμένος, -η)
να έχουμε συμπλακεί
(να έχουμε συμπλεχθεί)
(να είμαστε συμπλεγμένοι, -ες)
να έχεις συμπλέξει
(να έχεις συμπλεγμένο)
να έχετε συμπλέξει
(να έχετε συμπλεγμένο)
να έχεις συμπλακεί
(να έχεις συμπλεχθεί)
(να είσαι συμπλεγμένος, -η)
να έχετε συμπλακεί
(να έχετε συμπλεχθεί)
(να είστε συμπλεγμένοι, -ες)
να έχει συμπλέξει
(να έχει συμπλεγμένο)
να έχουν συμπλέξει
(να έχουν συμπλεγμένο)
να έχει συμπλακεί
(να έχει συμπλεχθεί)
(να είναι συμπλεγμένος, -η, -ο)
να έχουν συμπλακεί
(να έχουν συμπλεχθεί)
(να είναι συμπλεγμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presσυμπλέκεσυμπλέκετεσυμπλέκεστε
Aoristσυμπλέξεσυμπλέξτε, συμπλέχθε(συμπλέξου)συμπλακείτε (συμπλεχθείτε)
Part
izip
Presσυμπλέκονταςσυμπλεκόμενος
Perfέχοντας συμπλέξει (έχοντας συμπλεγμένο)(συμπλεγμένος, -η, -ο)(συμπλεγμένοι, -ες, -α)
InfinAoristσυμπλέξεισυμπλακεί (συμπλεχθεί)





Griechische Definition zu συμπλέκω

συμπλέκω [simbléko] -ομαι Ρ αόρ. συνέπλεξα, απαρέμφ. συμπλέξει, παθ. αόρ. συμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεπλάκη, συνεπλάκησαν, απαρέμφ. συμπλακεί και συμπλεχτεί : 1.(παθ.) κάνω και δέχομαι επίθεση με χτυπήματα, που προκαλούνται με τα χέρια, με τα πόδια ή και με άλλα μέσα: H προκλητική συμπεριφορά ορισμένων θεατών είχε ως αποτέλεσμα να συμπλακούν οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων, να έρθουν στα χέρια. || συνάπτω μάχη, μικρή σε διάρκεια και σε έκταση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback