Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμπλέκω | συμπλέκουμε, συμπλέκομε | συμπλέκομαι | συμπλεκόμαστε |
συμπλέκεις | συμπλέκετε | συμπλέκεσαι | συμπλέκεστε, συμπλεκόσαστε | ||
συμπλέκει | συμπλέκουν(ε) | συμπλέκεται | συμπλέκονται | ||
Imper fekt | σύμπλεκα | συμπλέκαμε | συμπλεκόμουν(α) | συμπλεκόμαστε | |
σύμπλεκες | συμπλέκατε | συμπλεκόσουν(α) | συμπλεκόσαστε | ||
σύμπλεκε | σύμπλεκαν, συμπλέκαν(ε) | συμπλεκόταν(ε) | συμπλέκονταν | ||
Aorist | συνέπλεξα | συμπλέξαμε | (συμπλέχθηκα) | (συμπλεχθήκαμε) | |
συνέπλεξες | συμπλέξατε | (συμπλέχθηκες) | (συμπλεχθήκατε) | ||
συνέπλεξε | συνέπλεξαν, συμπλέξαν(ε) | (συμπλέχθηκε) συνεπλάκη | (συμπλέχθηκαν, συμπλεχθήκαν(ε)) συνεπλάκησαν | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμπλέκω | θα συμπλέκουμε, | θα συμπλέκομαι | θα συμπλεκόμαστε | |
θα συμπλέκεις | θα συμπλέκετε | θα συμπλέκεσαι | θα συμπλέκεστε, | ||
θα συμπλέκει | θα συμπλέκουν(ε) | θα συμπλέκεται | θα συμπλέκονται | ||
Fut ur | θα συμπλέξω | θα συμπλέξουμε, | θα συμπλακώ (θα συμπλεχθώ) | θα συμπλακούμε (θα συμπλεχθούμε) | |
θα συμπλέξεις | θα συμπλέξετε | θα συμπλακείς (θα συμπλεχθείς) | θα συμπλακείτε (θα συμπλεχθείτε) | ||
θα συμπλέξει | θα συμπλέξουν(ε) | θα συμπλακεί (θα συμπλεχθεί) | θα συμπλακούν(ε) (θα συμπλεχθούν(ε)) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμπλέκω | να συμπλέκουμε, | να συμπλέκομαι | να συμπλεκόμαστε |
να συμπλέκεις | να συμπλέκετε | να συμπλέκεσαι | να συμπλέκεστε, | ||
να συμπλέκει | να συμπλέκουν(ε) | να συμπλέκεται | να συμπλέκονται | ||
Aorist | να συμπλέξω | να συμπλέξουμε, | να συμπλακώ (να συμπλεχθώ) | να συμπλακούμε (να συμπλεχθούμε) | |
να συμπλέξεις | να συμπλέξετε | να συμπλακείς (να συμπλεχθείς) | να συμπλεχθείτε (να συμπλεχθείτε) | ||
να συμπλέξει | να συμπλέξουν(ε) | να συμπλακεί (να συμπλεχθεί) | να συμπλακούν(ε) (να συμπλεχθούν(ε)) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συμπλέκε | συμπλέκετε | συμπλέκεστε | |
Aorist | συμπλέξε | συμπλέξτε, συμπλέχθε | (συμπλέξου) | συμπλακείτε (συμπλεχθείτε) | |
Part izip | Pres | συμπλέκοντας | συμπλεκόμενος | ||
Perf | έχοντας συμπλέξει (έχοντας συμπλεγμένο) | (συμπλεγμένος, -η, -ο) | (συμπλεγμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | συμπλέξει | συμπλακεί (συμπλεχθεί) |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verbinde | ||
du | verbindest | |||
er, sie, es | verbindet | |||
Präteritum | ich | verband | ||
Konjunktiv II | ich | verbände | ||
Imperativ | Singular | verbinde! | ||
Plural | verbindet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verbunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verbinden |
συμπλέκω [simbléko] -ομαι Ρ αόρ. συνέπλεξα, απαρέμφ. συμπλέξει, παθ. αόρ. συμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεπλάκη, συνεπλάκησαν, απαρέμφ. συμπλακεί και συμπλεχτεί : 1.(παθ.) κάνω και δέχομαι επίθεση με χτυπήματα, που προκαλούνται με τα χέρια, με τα πόδια ή και με άλλα μέσα: H προκλητική συμπεριφορά ορισμένων θεατών είχε ως αποτέλεσμα να συμπλακούν οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων, να έρθουν στα χέρια. || συνάπτω μάχη, μικρή σε διάρκεια και σε έκταση. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.